ἀστέγαστος: Difference between revisions

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene techo]], [[no cubierto]] ὁ ἀναβάθρας τόπος Apollod.<i>Poliorc</i>.185.10, τὸ στάβλον <i>PAbinn</i>.62.7 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>de un barco [[que no tiene puente]] Antipho 5.22<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[carencia de techo]] Th.7.87.
|dgtxt=-ον<br />[[que no tiene techo]], [[no cubierto]] ὁ ἀναβάθρας τόπος Apollod.<i>Poliorc</i>.185.10, τὸ στάβλον <i>PAbinn</i>.62.7 (IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>de un barco [[que no tiene puente]] Antipho 5.22<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[carencia de techo]] Th.7.87.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀστέγαστος]], -ον) [[στεγάζω]]<br />(για οικοδομές) αυτός που δεν έχει [[στέγη]] ή [[σκεπή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει [[στέγη]], [[σπίτι]], ο [[άστεγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει [[σκέπασμα]] («ἀστέγαστον [[ἀγγεῖον]]»<br />«[[ἀστέγαστος]]», [[χωρίς]] [[κουβέρτα]])<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) [[δίχως]] [[κατάστρωμα]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀστέγαστον</i><br />η [[έλλειψη]] στέγης.
}}
}}

Revision as of 06:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστέγαστος Medium diacritics: ἀστέγαστος Low diacritics: αστέγαστος Capitals: ΑΣΤΕΓΑΣΤΟΣ
Transliteration A: astégastos Transliteration B: astegastos Transliteration C: astegastos Beta Code: a)ste/gastos

English (LSJ)

ον,

   A uncovered, ἀγγεῖον Gal.17(2).153: of a ship, undecked, Antipho 5.22, cf. Apollod.Poliorc.185.10; roofless, PGen.11.7 (iv A. D.); διὰ τὸ ἀ. from their having no shelter, Th.7.87.

German (Pape)

[Seite 374] unbedeckt, ohne Dach, Thuc. 7, 87; πλοῖον Antipho. 5, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστέγαστος: -ον, μὴ ἐστεγασμένος, ἐπὶ πλοίου, ἄνευ καταστρώματος, Ἀντιφῶν 132. 8· διὰ τὸ ἀστέγαστον, ἐπειδὴ δὲν εἶχον στέγην, Θουκ. 7. 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non couvert.
Étymologie: ἀ, στεγάζω.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene techo, no cubierto ὁ ἀναβάθρας τόπος Apollod.Poliorc.185.10, τὸ στάβλον PAbinn.62.7 (IV d.C.)
de un barco que no tiene puente Antipho 5.22
subst. τὸ ἀ. carencia de techo Th.7.87.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀστέγαστος, -ον) στεγάζω
(για οικοδομές) αυτός που δεν έχει στέγη ή σκεπή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει στέγη, σπίτι, ο άστεγος
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει σκέπασμα («ἀστέγαστον ἀγγεῖον»
«ἀστέγαστος», χωρίς κουβέρτα)
2. (για πλοίο) δίχως κατάστρωμα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀστέγαστον
η έλλειψη στέγης.