ἀφορμίζομαι: Difference between revisions
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[soltar]], [[largar]] amarras οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός E.<i>IT</i> 18, cf. Th.2.83, pap. en <i>Sitz.Heid</i>.1923(2).p.23. | |dgtxt=[[soltar]], [[largar]] amarras οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός E.<i>IT</i> 18, cf. Th.2.83, pap. en <i>Sitz.Heid</i>.1923(2).p.23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀφορμίζομαι]] (Α)<br />[[λύνω]] τα πλοία μου από το [[λιμάνι]], τα [[αφήνω]] να ταξιδέψουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>ορμίζομαι</i> (μέσ. του [[ορμίζω]]) <span style="color: red;"><</span> <i>όρμος</i> «[[καταφύγιο]], [[λιμάνι]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
Med.,
A loose one's ships from harbour, ναῦς E.IT18.
German (Pape)
[Seite 414] ναῦς χθονός, Schiffe (vom Ankerplatz) absegeln lassen, Eur. I. T. 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφορμίζομαι: λύω τὰ πλοῖά μου ἀπὸ τοῦ λιμένος, κάμνω ὥστε να ἐκπλεύσωσιν, Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονὸς πρὶν ἂν κτλ. Εὐρ. Ι. Τ. 18, ἔνθα ὅμως, ἀφορμήσῃ (ἢ -ει) ἐκ τοῦ ἀφορμάω, εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. sbj. 2ᵉ sg. ἀφορμίσῃ;
faire sortir du port (ses vaisseaux).
Étymologie: ἀπό, ὁρμίζω.
Spanish (DGE)
soltar, largar amarras οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός E.IT 18, cf. Th.2.83, pap. en Sitz.Heid.1923(2).p.23.
Greek Monolingual
ἀφορμίζομαι (Α)
λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. αφ- (< απο-) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»].