ἀφόρητος: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[intolerable]], [[insoportable]] de abstr. κρυμός Hdt.4.28, χειμῶνος χρῆμα Hdt.7.188, ὀδύναι X.<i>HG</i> 5.4.58, πυρετός Hp.<i>Iudic</i>.13, φιλαργυρίη Hp.<i>Ep</i>.11, οὐ γὰρ ἔστιν ... οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον D.21.46, τὸ κακόν Arist.<i>EN</i> 1126<sup>a</sup>13, [[βίος]] Hld.2.33.4, [[ἀνομία]] <i>UPZ</i> 170B.27 (II a.C.), θόρυβος Lyd.<i>Mag</i>.3.52<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ μὴν ἀφόρητον ἐξάγει M.Ant.7.33, cf. D.C.35.11, Phld.<i>Lib</i>.17.<br /><b class="num">2</b> [[violento]], [[insufrible]] de pers. ὀργισθεὶς γὰρ ἀ. ἐστι Ach.Tat.6.13.3, ἀ. αὐτοῖς ὁ Κορβουλὼν ... ἐφάνη Lyd.<i>Mag</i>.3.34, τὴν ἡσυχίαν ἠγάπησεν ὁ πρόσθεν ἀ. δοκῶν Iul.<i>Or</i>.1.28d, c. dat. δούλοις ἀ. Plu.2.73c.<br /><b class="num">II</b> [[no usado previamente]], [[nuevo]] de vestidos ἱμάτια Luc.<i>Lex</i>.9, βλαῦται Ath.98a.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[de un modo insoportable]] ἀ. λυπεῖται Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.723.13, cf. Poll.3.130. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[intolerable]], [[insoportable]] de abstr. κρυμός Hdt.4.28, χειμῶνος χρῆμα Hdt.7.188, ὀδύναι X.<i>HG</i> 5.4.58, πυρετός Hp.<i>Iudic</i>.13, φιλαργυρίη Hp.<i>Ep</i>.11, οὐ γὰρ ἔστιν ... οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον D.21.46, τὸ κακόν Arist.<i>EN</i> 1126<sup>a</sup>13, [[βίος]] Hld.2.33.4, [[ἀνομία]] <i>UPZ</i> 170B.27 (II a.C.), θόρυβος Lyd.<i>Mag</i>.3.52<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ μὴν ἀφόρητον ἐξάγει M.Ant.7.33, cf. D.C.35.11, Phld.<i>Lib</i>.17.<br /><b class="num">2</b> [[violento]], [[insufrible]] de pers. ὀργισθεὶς γὰρ ἀ. ἐστι Ach.Tat.6.13.3, ἀ. αὐτοῖς ὁ Κορβουλὼν ... ἐφάνη Lyd.<i>Mag</i>.3.34, τὴν ἡσυχίαν ἠγάπησεν ὁ πρόσθεν ἀ. δοκῶν Iul.<i>Or</i>.1.28d, c. dat. δούλοις ἀ. Plu.2.73c.<br /><b class="num">II</b> [[no usado previamente]], [[nuevo]] de vestidos ἱμάτια Luc.<i>Lex</i>.9, βλαῦται Ath.98a.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[de un modo insoportable]] ἀ. λυπεῖται Alex.Aphr.<i>in Metaph</i>.723.13, cf. Poll.3.130. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφόρητος]], -ον)<br />[[ανυπόφορος]], αβάσταχτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακαταμάχητος]]<br /><b>2.</b> [[αφόρετος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[φορητός]] <span style="color: red;"><</span> [[φορώ]] (-<i>έω</i>) <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unendurable, κρυμός Hdt.4.28; χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον Id.7.188; μεγέθει βοῆς ἀφόρητοι Th.4.126; οὐκ ἔστιν . . οὐδὲν τῆς ὕβρεως -τότερον D.21.46; ἀ. κακόν Arist.EN1126a13, cf. Epicur. Fr.447, Phld.Lib.p.17O.; irresistible, Jul.Or.1.28d. Adv. -τως Poll. 3.130. II not worn, new, censured by Luc.Lex.9, Ath.3.98a.
German (Pape)
[Seite 413] 1) unerträglich, κρυμός, χειμών, Her. 4, 28. 7, 188. So Thuc. 4, 126 u. Folgde. Im compar., Dem. 21, 46. – 2) ungetragen, von Kleidern, schlechtes W., Luc. Lexiphan. 9; Ath. III, 98 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφόρητος: -ον, οὐκ ἀνεκτός, οὐκ ἀνασχετός, ἀνυπόφορος, κρυμὸς Ἡρόδ. 4. 28· χειμῶνος χρῆμα ἀφόρητον ὁ αὐτ. 7. 188· μεγέθει βοῆς ἀφορήτῳ Θουκ. 4. 126· οὐκ ἔστιν... οὐδὲν τῆς ὕβρεως ἀφορητότερον Δημ. 529. 9· ἀφ. κακὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4 5. 13: - Ἐπιρρ. ἀφορήτως Πολυδ Γ΄, 130. ΙΙ. ὅν τις δὲν ἐφόρεσε, κοινῶς «ἀφόρετος», λέξις ἀδόκιμος, Λουκ. Λεξιφ. 9, Ἀθήν. 98Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable, insupportable.
Étymologie: ἀ, φέρω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1intolerable, insoportable de abstr. κρυμός Hdt.4.28, χειμῶνος χρῆμα Hdt.7.188, ὀδύναι X.HG 5.4.58, πυρετός Hp.Iudic.13, φιλαργυρίη Hp.Ep.11, οὐ γὰρ ἔστιν ... οὐδὲν ὕβρεως ἀφορητότερον D.21.46, τὸ κακόν Arist.EN 1126a13, βίος Hld.2.33.4, ἀνομία UPZ 170B.27 (II a.C.), θόρυβος Lyd.Mag.3.52
•subst. τὸ μὴν ἀφόρητον ἐξάγει M.Ant.7.33, cf. D.C.35.11, Phld.Lib.17.
2 violento, insufrible de pers. ὀργισθεὶς γὰρ ἀ. ἐστι Ach.Tat.6.13.3, ἀ. αὐτοῖς ὁ Κορβουλὼν ... ἐφάνη Lyd.Mag.3.34, τὴν ἡσυχίαν ἠγάπησεν ὁ πρόσθεν ἀ. δοκῶν Iul.Or.1.28d, c. dat. δούλοις ἀ. Plu.2.73c.
II no usado previamente, nuevo de vestidos ἱμάτια Luc.Lex.9, βλαῦται Ath.98a.
III adv. -ως de un modo insoportable ἀ. λυπεῖται Alex.Aphr.in Metaph.723.13, cf. Poll.3.130.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφόρητος, -ον)
ανυπόφορος, αβάσταχτος
αρχ.
1. ακαταμάχητος
2. αφόρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φορητός < φορώ (-έω) < φέρω.