ἀχώριστος: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(big3_8) |
(7) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no separado]] οὐ γὰρ ἂν ἀχώριστά γε δύο ἐνόει, ἀλλ' ἕν pues (el alma) no las concebiría como dos cosas separadas, sino como una</i> Pl.<i>R</i>.524c.<br /><b class="num">2</b> [[inseparable]] c. gen. ἀχώριστον ... τῆς ἡδονῆς τὴν ἀρετήν Epicur.[1] 138, cf. <i>Ep</i>.[4]132, τὸν δημιουργὸν ... ἀχώριστον ... τῆς ὕλης Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.112, σημεῖον ... ἀχώριστον αὐτῆς (παραφροσύνης) Gal.16.521, τὰς ἀρετὰς ἀχωρίστους αὑτῶν Corn.<i>ND</i> 14, τὰ μὲν χωριστὰ σωμάτων, τὰ δὲ ἀχώριστα Porph.<i>Sent</i>.19, ἡ ψυχὴ ... οὔτε σώματος [[ἀχώριστος]] Procl.<i>Inst</i>.186, τῶν μυστηρίων <i>IStratonikeia</i> 310.50 (Panamara IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. δύο ἐστιν ἀχώριστα πεφυκότα de las dos partes del alma, Arist.<i>EN</i> 1102<sup>a</sup>30, ἀ. τὸ κρῖνον Arist.<i>de An</i>.427<sup>a</sup>2, μνήμη <i>Clem.Ep</i>.M.2A5B, λόγος Plot.2.7.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀχώριστον [[la parte inseparable]] τὸ ἀχώριστον τοῦ προσώπου A.D.<i>Synt</i>.254.19, τοῦ νοῦ χωρίζοντος τὰ ἀχώριστα Gr.Naz.M.35.1164A, τὸ χωριστὸν καὶ ἀχώριστον del cuerpo, Plot.2.3.16.<br /><b class="num">3</b> [[que no tiene sitio o lugar]] πολλάκις δ' ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας [[ἀχώριστος]] περιγίγνεται muchas veces, al dividirse ellos en equipos para jugar a la pelota, se queda el tal sin sitio</i> (de un cobarde), X.<i>Lac</i>.9.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inseparablemente]] τὸ συνεδρεῦον ἀχωρίστως ἑκάστῳ Phld.<i>Sign</i>.20.39, ἀ. συνεπινοεῖται el Espíritu Santo respecto al Hijo, Gr.Nyss.<i>Diff.Ess</i>.4. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[no separado]] οὐ γὰρ ἂν ἀχώριστά γε δύο ἐνόει, ἀλλ' ἕν pues (el alma) no las concebiría como dos cosas separadas, sino como una</i> Pl.<i>R</i>.524c.<br /><b class="num">2</b> [[inseparable]] c. gen. ἀχώριστον ... τῆς ἡδονῆς τὴν ἀρετήν Epicur.[1] 138, cf. <i>Ep</i>.[4]132, τὸν δημιουργὸν ... ἀχώριστον ... τῆς ὕλης Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.112, σημεῖον ... ἀχώριστον αὐτῆς (παραφροσύνης) Gal.16.521, τὰς ἀρετὰς ἀχωρίστους αὑτῶν Corn.<i>ND</i> 14, τὰ μὲν χωριστὰ σωμάτων, τὰ δὲ ἀχώριστα Porph.<i>Sent</i>.19, ἡ ψυχὴ ... οὔτε σώματος [[ἀχώριστος]] Procl.<i>Inst</i>.186, τῶν μυστηρίων <i>IStratonikeia</i> 310.50 (Panamara IV d.C.)<br /><b class="num">•</b>abs. δύο ἐστιν ἀχώριστα πεφυκότα de las dos partes del alma, Arist.<i>EN</i> 1102<sup>a</sup>30, ἀ. τὸ κρῖνον Arist.<i>de An</i>.427<sup>a</sup>2, μνήμη <i>Clem.Ep</i>.M.2A5B, λόγος Plot.2.7.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀχώριστον [[la parte inseparable]] τὸ ἀχώριστον τοῦ προσώπου A.D.<i>Synt</i>.254.19, τοῦ νοῦ χωρίζοντος τὰ ἀχώριστα Gr.Naz.M.35.1164A, τὸ χωριστὸν καὶ ἀχώριστον del cuerpo, Plot.2.3.16.<br /><b class="num">3</b> [[que no tiene sitio o lugar]] πολλάκις δ' ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας [[ἀχώριστος]] περιγίγνεται muchas veces, al dividirse ellos en equipos para jugar a la pelota, se queda el tal sin sitio</i> (de un cobarde), X.<i>Lac</i>.9.5.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[inseparablemente]] τὸ συνεδρεῦον ἀχωρίστως ἑκάστῳ Phld.<i>Sign</i>.20.39, ἀ. συνεπινοεῖται el Espíritu Santo respecto al Hijo, Gr.Nyss.<i>Diff.Ess</i>.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀχώριστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν [[είναι]] δυνατόν να χωριστεί, ο [[αδιαίρετος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για συζύγους) ο [[αδιάζευκτος]], που δεν χώρισε<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] για τον οποίο δεν ορίστηκε [[χώρος]], [[θέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[χωρίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[χωρίς]], ενώ με την αρχαία [[σημασία]] «[[εκείνος]] για τον οποίο δεν ορίστηκε [[χώρος]], [[θέση]]» <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[χωρίζω]] (<span style="color: red;"><</span> [[χώρα]]) «[[φέρω]] σε κάποια [[θέση]], [[τόπο]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (χωρίζω)
A not parted, undivided, Pl.R.524c; inseparable, Arist.EN1102a30, de An.427a2; ἀρετὴ ἀ. ἡδονῆς Epicur.Fr.506, cf. Ep.3p.64U., Gal.16.521, al. Adv. -τως Phld.Sign.20. II (χῶρος) without a place assigned one, X.Lac. 9.5.
German (Pape)
[Seite 420] 1) ungetrennt, Plat. Rep. VII, 524 d; unzertrennlich, Luc. Ocyp. 145. – 2) dem kein Platz angewiesen ist, Xen. Lac. 9, 5. – Adv., Nicom. ar. 1, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχώριστος: -ον, (χωρίζω) ὁ μὴ χωριζόμενος, μὴ διαιρούμενος, Πλάτ. Πολ. 524Β· ἀναπόσπαστος, ἀχώριστος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 13, 10, π. Ψυχ. 3. 2, 19 κ. ἀλλ. ΙΙ. (χῶρος) δι’ ὃν δὲν ὡρίσθη θέσις τις, Ξεν, Λακ. 9. 5. ― Ἐπιρρ. -τως Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non séparé, qui n’a pas de place marquée;
2 inséparable.
Étymologie: ἀ, χωρίζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no separado οὐ γὰρ ἂν ἀχώριστά γε δύο ἐνόει, ἀλλ' ἕν pues (el alma) no las concebiría como dos cosas separadas, sino como una Pl.R.524c.
2 inseparable c. gen. ἀχώριστον ... τῆς ἡδονῆς τὴν ἀρετήν Epicur.[1] 138, cf. Ep.[4]132, τὸν δημιουργὸν ... ἀχώριστον ... τῆς ὕλης Chrysipp.Stoic.2.112, σημεῖον ... ἀχώριστον αὐτῆς (παραφροσύνης) Gal.16.521, τὰς ἀρετὰς ἀχωρίστους αὑτῶν Corn.ND 14, τὰ μὲν χωριστὰ σωμάτων, τὰ δὲ ἀχώριστα Porph.Sent.19, ἡ ψυχὴ ... οὔτε σώματος ἀχώριστος Procl.Inst.186, τῶν μυστηρίων IStratonikeia 310.50 (Panamara IV d.C.)
•abs. δύο ἐστιν ἀχώριστα πεφυκότα de las dos partes del alma, Arist.EN 1102a30, ἀ. τὸ κρῖνον Arist.de An.427a2, μνήμη Clem.Ep.M.2A5B, λόγος Plot.2.7.3
•subst. τὸ ἀχώριστον la parte inseparable τὸ ἀχώριστον τοῦ προσώπου A.D.Synt.254.19, τοῦ νοῦ χωρίζοντος τὰ ἀχώριστα Gr.Naz.M.35.1164A, τὸ χωριστὸν καὶ ἀχώριστον del cuerpo, Plot.2.3.16.
3 que no tiene sitio o lugar πολλάκις δ' ὁ τοιοῦτος καὶ διαιρουμένων τοὺς ἀντισφαιριοῦντας ἀχώριστος περιγίγνεται muchas veces, al dividirse ellos en equipos para jugar a la pelota, se queda el tal sin sitio (de un cobarde), X.Lac.9.5.
II adv. -ως inseparablemente τὸ συνεδρεῦον ἀχωρίστως ἑκάστῳ Phld.Sign.20.39, ἀ. συνεπινοεῖται el Espíritu Santo respecto al Hijo, Gr.Nyss.Diff.Ess.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχώριστος, -ον)
1. αυτός που δεν χωρίζεται ή δεν είναι δυνατόν να χωριστεί, ο αδιαίρετος
2. εκείνος που δεν μπορεί να χωριστεί από κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
(για συζύγους) ο αδιάζευκτος, που δεν χώρισε
αρχ.
εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χωρίζω < χωρίς, ενώ με την αρχαία σημασία «εκείνος για τον οποίο δεν ορίστηκε χώρος, θέση» < α- στερ. + χωρίζω (< χώρα) «φέρω σε κάποια θέση, τόπο»].