βερβέριον: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(big3_8) |
(7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό [[traje raído]] Anacr.82.1. | |dgtxt=-ου, τό [[traje raído]] Anacr.82.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βερβέριον]], το (Α)<br />τριμμένο, παλιό [[ένδυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>βερρόν</i> ή <i>βειρόν</i> «δασύ» (<b>Ησύχ.</b>). Η [[σύνδεση]] με λατ. <i>burra</i> «μάλλινο [[ένδυμα]], [[μαλλί]]», <i>reburrus</i> «με ορθωμένες τις [[τρίχες]], [[πεισματάρης]]» [[είναι]] αβέβαιη]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A shabby garment, Anacr.21.3.
German (Pape)
[Seite 442] τό, Anacr. frg. 19 (Ath. XII, 533 f), ein ärmliches Kleid.
Greek (Liddell-Scott)
βερβέριον: τό, ἔνδυμα πτωχόν, Ἀνακρ. 19, ἔνθα ἴδε Bgk.
Spanish (DGE)
-ου, τό traje raído Anacr.82.1.
Greek Monolingual
βερβέριον, το (Α)
τριμμένο, παλιό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας με αναδιπλασιασμό, πιθ. < βερρόν ή βειρόν «δασύ» (Ησύχ.). Η σύνδεση με λατ. burra «μάλλινο ένδυμα, μαλλί», reburrus «με ορθωμένες τις τρίχες, πεισματάρης» είναι αβέβαιη].