γρυμέα: Difference between revisions
Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(γρῡμέα) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. γρυμεῖα Phryn.<i>PS</i> 60, γρυμεία <i>Et.Gud</i>.323.24, γρυμαία Dam.<i>Fr</i>.318, Zonar.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [siempre sg.]<br /><b class="num">1</b> [[cofre]], [[arca]], [[saco de cuero para ajuar doméstico]], Diph.128, Hdn.<i>Philet</i>.208, Poll.10.160, Phryn.<i>PS</i> 60, Hsch., Zonar., γρυμαία ἔκειτο παντοδαπῶν βιβλίων Dam.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[saco de cuero]] llevado como [[coraza]] καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν Them.<i>Or</i>.21.257a.<br /><b class="num">2</b> sg. colect. [[trastos]], [[chismes]] Phryn.<i>PS</i> 60, Hsch.<br /><b class="num">•</b>ref. al pescado menudo [[morralla]] Sotad.Com.1.3<br /><b class="num">•</b>despect. ref. a pers. [[gentuza]], [[canalla]] ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γρυμέαν Phld.<i>Ir</i>.31.24, συρφετὸς οὗτος καὶ ἡ [[γρυμέα]] Them.<i>Or</i>.23.293d.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. popular de [[γρῦ]] q.u. | |dgtxt=(γρῡμέα) -ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. γρυμεῖα Phryn.<i>PS</i> 60, γρυμεία <i>Et.Gud</i>.323.24, γρυμαία Dam.<i>Fr</i>.318, Zonar.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [siempre sg.]<br /><b class="num">1</b> [[cofre]], [[arca]], [[saco de cuero para ajuar doméstico]], Diph.128, Hdn.<i>Philet</i>.208, Poll.10.160, Phryn.<i>PS</i> 60, Hsch., Zonar., γρυμαία ἔκειτο παντοδαπῶν βιβλίων Dam.l.c.<br /><b class="num">•</b>[[saco de cuero]] llevado como [[coraza]] καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν Them.<i>Or</i>.21.257a.<br /><b class="num">2</b> sg. colect. [[trastos]], [[chismes]] Phryn.<i>PS</i> 60, Hsch.<br /><b class="num">•</b>ref. al pescado menudo [[morralla]] Sotad.Com.1.3<br /><b class="num">•</b>despect. ref. a pers. [[gentuza]], [[canalla]] ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γρυμέαν Phld.<i>Ir</i>.31.24, συρφετὸς οὗτος καὶ ἡ [[γρυμέα]] Them.<i>Or</i>.23.293d.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Deriv. popular de [[γρῦ]] q.u. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[γρυμαία]], η (Α [[γρυμέα]] και [[γρυμαία]])<br /><b>1.</b> [[σάκος]] ή [[κιβώτιο]] για [[τοποθέτηση]] ενδυμάτων ή εργαλείων<br /><b>2.</b> στρατιωτικό [[σακίδιο]]<br /><b>3.</b> [[μικρός]] [[σάκος]] που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την [[τροφή]] τους, [[ταγάρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σωρός]] από ασήμαντα [[μικροπράγματα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τύποι [[γρυμέα]] ή [[γρυμαία]] και [[γρύτη]] ανήκουν σε μια [[ομάδα]] δημωδών λέξεων, τών οποίων το [[επίθημα]] [[είναι]] δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι λέξεις αυτές συνδέονται πιθ. με το <i>γρυ</i> «[[κάτι]] [[χωρίς]] [[αξία]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
(in codd. freq. written γρυμαία), ἡ,
A bag or chest for old clothes, etc., Diph.127, Poll.10.160, Phryn.PSp.60 B.:—also γρυμεῖα or γροφ-εία, ibid., Et.Gud.d. II = γρύτη 1 (Hsch.), trash, trumpery, Sotad. Com.1.3; of persons, riff-raff, ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γ. Phld.Ir.p.65 W., cf. Them.Or.21.257a; γ. παντοδαπῶν βιβλίων Dam.Isid.293:—hence γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Luc. Lex.3.
German (Pape)
[Seite 507] ἡ, od. γρυμεία, ältere u. bessere Schreibart für γρυμαία, B. A. 33 aus Diphil.; Sotad. com. bei Ath. VII, 293 a von Fischüberbleibseln.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡμέα: (ἐν χειρογρ. συχν. γρυμαία), ἡ, σάκκος ἢ κιβώτιον παλαιῶν ἐνδυμάτων, κτλ. , Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 45, Πολυδ. Ι΄, 100, Α. Β. 33˙ ὁ τύπος γρυμεία, αὐτ. , Ἐτ. Γουδ. 130. 5. ΙΙ. ὅμοιον τῷ γρύτη Ι (Ἡσύχ.), πράγματα ἀνάξια λόγου, συρφετός, Σωτάδ. Ἐγκλειομ. 1. 3, Ἡρακλ. Κυλινδρ. 1. σ. 64, Θεμίστ. 257 Α, κτλ.˙ -ἐντεῦθεν γρῡμεοπώλης, ου, ὁ, Λουκ. Λεξιφ. 3˙ ἴδε Λοβ. Φρύν. 230.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
friperie.
Étymologie: DELG cf. γρυμαῖα.
Spanish (DGE)
(γρῡμέα) -ας, ἡ
• Grafía: graf. γρυμεῖα Phryn.PS 60, γρυμεία Et.Gud.323.24, γρυμαία Dam.Fr.318, Zonar.
• Morfología: [siempre sg.]
1 cofre, arca, saco de cuero para ajuar doméstico, Diph.128, Hdn.Philet.208, Poll.10.160, Phryn.PS 60, Hsch., Zonar., γρυμαία ἔκειτο παντοδαπῶν βιβλίων Dam.l.c.
•saco de cuero llevado como coraza καταλιπεῖν μὲν τὰ λαισήια καὶ τὰς κτιδέας καὶ τὴν γρυμέαν Them.Or.21.257a.
2 sg. colect. trastos, chismes Phryn.PS 60, Hsch.
•ref. al pescado menudo morralla Sotad.Com.1.3
•despect. ref. a pers. gentuza, canalla ῥήτορας καὶ ποιητὰς καὶ πᾶσαν τὴν τοιαύτην γρυμέαν Phld.Ir.31.24, συρφετὸς οὗτος καὶ ἡ γρυμέα Them.Or.23.293d.
• Etimología: Deriv. popular de γρῦ q.u.
Greek Monolingual
και γρυμαία, η (Α γρυμέα και γρυμαία)
1. σάκος ή κιβώτιο για τοποθέτηση ενδυμάτων ή εργαλείων
2. στρατιωτικό σακίδιο
3. μικρός σάκος που κρέμεται από τον τράχηλο αλόγων ή μουλαριών ή γαϊδουριών και περιέχει την τροφή τους, ταγάρι
αρχ.
σωρός από ασήμαντα μικροπράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι γρυμέα ή γρυμαία και γρύτη ανήκουν σε μια ομάδα δημωδών λέξεων, τών οποίων το επίθημα είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Οι λέξεις αυτές συνδέονται πιθ. με το γρυ «κάτι χωρίς αξία»].