δακνώδης: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> medic. [[mordiente]], [[punzante]], [[irritante]] ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.<i>Aph</i>.5.20, [[δριμύτης]] Gal.6.237, cf. Steph.<i>in Gal</i>.239, ῥεῦμα Hp.<i>Epid</i>.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.<i>Epid</i>.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto</i> Hp.<i>Epid</i>.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.<i>in EN</i> 499.3.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de modo mordiente o punzante]] δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688. | |dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> medic. [[mordiente]], [[punzante]], [[irritante]] ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.<i>Aph</i>.5.20, [[δριμύτης]] Gal.6.237, cf. Steph.<i>in Gal</i>.239, ῥεῦμα Hp.<i>Epid</i>.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.<i>Epid</i>.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto</i> Hp.<i>Epid</i>.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.<i>in EN</i> 499.3.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[de modo mordiente o punzante]] δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δακνώδης]], -ες (AM)<br /><b>1.</b> [[δηκτικός]], [[τσουχτερός]]<br /><b>2.</b> [[επίπονος]], [[επώδυνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:02, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.
German (Pape)
[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
•fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.
Greek Monolingual
δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.