δάπανος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(big3_10) |
(8) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δάπᾰνος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [δᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[pródigo]] fig. [[ἐλπίς]] Th.5.103<br /><b class="num">•</b>[[derrochador]], [[malgastador]] κόλλοψ <i>AP</i> 12.42 (Diosc.).<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[que consume]] [[δύναμις]] ... δ. ὑγρῶν Plu.2.624d<br /><b class="num">•</b>[[que echa a perder]] δ. ... τῶν νῦν γεννωμένων φύσεων ἡ ῥᾳθυμία Longin.44.11. | |dgtxt=(δάπᾰνος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [δᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[pródigo]] fig. [[ἐλπίς]] Th.5.103<br /><b class="num">•</b>[[derrochador]], [[malgastador]] κόλλοψ <i>AP</i> 12.42 (Diosc.).<br /><b class="num">2</b> c. gen. [[que consume]] [[δύναμις]] ... δ. ὑγρῶν Plu.2.624d<br /><b class="num">•</b>[[que echa a perder]] δ. ... τῶν νῦν γεννωμένων φύσεων ἡ ῥᾳθυμία Longin.44.11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δάπανος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[δαπανηρός]], [[πολυδάπανος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[τάση]] να δαπανά, ο [[σπάταλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[δάπανος]] που απαντά στον Θουκυδίδη ως [[επίθετο]] της λ. [[ελπίς]] και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό του [[δαπανώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
[δᾰ], ον,
A = δαπανηρός, ἐλπίς Th.5.103; ῥᾳθυμία cj. in Longin.44.11: c. gen., Plu.2.624d.
German (Pape)
[Seite 522] ον, dasselbe, verschwenderisch, ἐλπίς Thuc. 5, 103; τινός Ath. II, 52 e Plut. Symp. 1, 6, 4; κόλλοψDiosc. 3 (XII, 42).
Greek (Liddell-Scott)
δάπανος: -ον, = δαπανηρός, ἐλπὶς Θουκ. 5. 103· μ. γεν., Ἀθήν. 52Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dépensier, prodigue;
2 qui consume, qui épuise, gén..
Étymologie: cf. δαπάνη.
Spanish (DGE)
(δάπᾰνος) -ον
• Prosodia: [δᾰ-]
1 pródigo fig. ἐλπίς Th.5.103
•derrochador, malgastador κόλλοψ AP 12.42 (Diosc.).
2 c. gen. que consume δύναμις ... δ. ὑγρῶν Plu.2.624d
•que echa a perder δ. ... τῶν νῦν γεννωμένων φύσεων ἡ ῥᾳθυμία Longin.44.11.
Greek Monolingual
δάπανος, -ον (Α)
1. δαπανηρός, πολυδάπανος
2. αυτός που έχει την τάση να δαπανά, ο σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάπανος που απαντά στον Θουκυδίδη ως επίθετο της λ. ελπίς και ξαναχρησιμοποιείται από τον Πλούταρχο αποτελεί πιθ. μεταρρηματικό σχηματισμό του δαπανώ].