διαμνημονεύω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. διαμναμ- <i>IG</i> 5(1).932.9 (Laconia)<br /><b class="num">1</b> [[recordar]], [[acordarse de]] c. gen. pers. ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε Pl.<i>Smp</i>.180c, οὐδαμοῦ Δημοκρίτου D.L.9.40, c. ac. de cosa τὸ πρόσφορον Pl.<i>Epin</i>.976c, ἃς (προφάσεις) ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν Aeschin.3.203, τούτων δὴ γράψω ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω X.<i>Mem</i>.1.3.1, cf. Antipho 5.54, ὀροφάς τινας Thphr.<i>HP</i> 5.3.7, τὰ δὲ νῦν ἐν βραχεῖ μαθόντες διαμνημονεύωμεν Plu.2.404b, τὸν ἐθισμόν Plu.2.83b, cf. <i>Phoc</i>.29, γάμον Aristaenet.1.10.41<br /><b class="num">•</b>c. or. complet. o interr. δ. ὅτι recordar que</i> I.<i>AI</i> 6.89, ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ [[ἄλφα]] Aen.Tact.31.18<br /><b class="num">•</b>c. part. ἐγὼ [[διαμνημονεύω]] σοφοῦ τινος ἀκούσας recuerdo habérselo escuchado a un sabio</i> Luc.<i>Par</i>.4, en v. pas. οἱ <μὲν> τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται D.S.12.13, c. part. pred. φύσιν ... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται X.<i>Cyr</i>.1.2.2<br /><b class="num">•</b>abs. διαμνημονεύοντα οὕτω conservando un recuerdo tal</i> Hdt.3.3, ἐὰν γὰρ διαμνημονεύητε Lys.23.16, καθ' ὅσον ἔχω διαμνημονεύειν en tanto en cuanto yo puedo recordar</i> Hld.3.3.1.<br /><b class="num">2</b> de palabras [[traer a la memoria]], [[mencionar]], [[reproducir]] χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί Th.1.22, τὰ μὲν τούτου διαμνημονεύουσιν οἱ πολλοί D.Chr.72.11, τὴν (τοῦ ἔπους) ἀρχήν Plu.<i>Sol</i>.3, λόγους εἰρημένους αὐτοῖς διαμνημονεύουσι Luc.<i>Nigr</i>.7.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> dór. διαμναμ- <i>IG</i> 5(1).932.9 (Laconia)<br /><b class="num">1</b> [[recordar]], [[acordarse de]] c. gen. pers. ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε Pl.<i>Smp</i>.180c, οὐδαμοῦ Δημοκρίτου D.L.9.40, c. ac. de cosa τὸ πρόσφορον Pl.<i>Epin</i>.976c, ἃς (προφάσεις) ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν Aeschin.3.203, τούτων δὴ γράψω ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω X.<i>Mem</i>.1.3.1, cf. Antipho 5.54, ὀροφάς τινας Thphr.<i>HP</i> 5.3.7, τὰ δὲ νῦν ἐν βραχεῖ μαθόντες διαμνημονεύωμεν Plu.2.404b, τὸν ἐθισμόν Plu.2.83b, cf. <i>Phoc</i>.29, γάμον Aristaenet.1.10.41<br /><b class="num">•</b>c. or. complet. o interr. δ. ὅτι recordar que</i> I.<i>AI</i> 6.89, ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ [[ἄλφα]] Aen.Tact.31.18<br /><b class="num">•</b>c. part. ἐγὼ [[διαμνημονεύω]] σοφοῦ τινος ἀκούσας recuerdo habérselo escuchado a un sabio</i> Luc.<i>Par</i>.4, en v. pas. οἱ <μὲν> τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται D.S.12.13, c. part. pred. φύσιν ... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται X.<i>Cyr</i>.1.2.2<br /><b class="num">•</b>abs. διαμνημονεύοντα οὕτω conservando un recuerdo tal</i> Hdt.3.3, ἐὰν γὰρ διαμνημονεύητε Lys.23.16, καθ' ὅσον ἔχω διαμνημονεύειν en tanto en cuanto yo puedo recordar</i> Hld.3.3.1.<br /><b class="num">2</b> de palabras [[traer a la memoria]], [[mencionar]], [[reproducir]] χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί Th.1.22, τὰ μὲν τούτου διαμνημονεύουσιν οἱ πολλοί D.Chr.72.11, τὴν (τοῦ ἔπους) ἀρχήν Plu.<i>Sol</i>.3, λόγους εἰρημένους αὐτοῖς διαμνημονεύουσι Luc.<i>Nigr</i>.7.
}}
{{grml
|mltxt=[[διαμνημονεύω]] (AM)<br /><b>1.</b> [[θυμάμαι]] καλά<br /><b>2.</b> [[σημειώνω]], [[καταγράφω]]<br /><b>3.</b> [[αναπολώ]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαμνημονεύω Medium diacritics: διαμνημονεύω Low diacritics: διαμνημονεύω Capitals: ΔΙΑΜΝΗΜΟΝΕΥΩ
Transliteration A: diamnēmoneúō Transliteration B: diamnēmoneuō Transliteration C: diamnimoneyo Beta Code: diamnhmoneu/w

English (LSJ)

   A remember distinctly, abs., Hdt.3.3, Lys.23.16, Antipho 5.54; c. gen. pers., Pl.Smp.180c; τι X.Mem.1.3.1, Phld.Mort.30, Plu.Sol.3, etc.:—Pass., διὰ τούτων διαμνημονεύονται D.S.12.13.    2 mention, record, Th.1.22; διαμνημονεύεται ἔχων he is mentioned as having, X.Cyr.1.1.2.    3 call to mind, τι Pl.Epin.976c.

German (Pape)

[Seite 590] ins Gedächtniß zurückrufen, τινί τι, Plat. Epin. 976 c; gedenken, Tim. 22 b; abs., Her. 3, 3; τινός, Plat. conv. 180 c; τί, Xen. Mem. 1, 3, 1; erwähnen, Antiph. 5, 54; Lys. 23, 16; τί, Luc. Nigr. 7; Plut. Sol. 3, 18 u. öfter; διαμνημονεύεται ἔχων, man erwähnt, daß er hat, Xen. Cyr. 1, 2, 2; – Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διαμνημονεύω: ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 3, Λυσ. 168. 4˙ τινὸς Πλάτ. Συμπ. 180C˙ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1, Πλούτ. Σολ. 3, κτλ. - Παθ., διὰ τούτων διαμνημονεύονται Διόδ. 12. 13. 2) ἀναφέρω, Λατ. commemorare, τι Ἀντιφῶν 135. 37, Θουκ. 1. 22˙ διαμνημονεύεται ἔχων, ἀναφέρεται ὡς ἔχων, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2. ΙΙ. ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην τινός, τινί τι Πλάτ. Ἐπιν. 976C.

French (Bailly abrégé)

I. conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, τι qch;
II. rappeler le souvenir :
1 transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c’est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, etc.
2 rappeler le souvenir, mentionner, acc..
Étymologie: διά, μνημονεύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. διαμναμ- IG 5(1).932.9 (Laconia)
1 recordar, acordarse de c. gen. pers. ὧν οὐ πάνυ διεμνημόνευε Pl.Smp.180c, οὐδαμοῦ Δημοκρίτου D.L.9.40, c. ac. de cosa τὸ πρόσφορον Pl.Epin.976c, ἃς (προφάσεις) ἀξιῶ καὶ ὑμᾶς διαμνημονεύειν Aeschin.3.203, τούτων δὴ γράψω ὁπόσα ἂν διαμνημονεύσω X.Mem.1.3.1, cf. Antipho 5.54, ὀροφάς τινας Thphr.HP 5.3.7, τὰ δὲ νῦν ἐν βραχεῖ μαθόντες διαμνημονεύωμεν Plu.2.404b, τὸν ἐθισμόν Plu.2.83b, cf. Phoc.29, γάμον Aristaenet.1.10.41
c. or. complet. o interr. δ. ὅτι recordar que I.AI 6.89, ἀφ' ἧς ἂν πλευρᾶς ἄρξῃ τὸ ἄλφα Aen.Tact.31.18
c. part. ἐγὼ διαμνημονεύω σοφοῦ τινος ἀκούσας recuerdo habérselo escuchado a un sabio Luc.Par.4, en v. pas. οἱ <μὲν> τετελευτηκότες τοῖς ζῶσι διαμνημονεύονται D.S.12.13, c. part. pred. φύσιν ... τοιαύτην ἔχων διαμνημονεύεται X.Cyr.1.2.2
abs. διαμνημονεύοντα οὕτω conservando un recuerdo tal Hdt.3.3, ἐὰν γὰρ διαμνημονεύητε Lys.23.16, καθ' ὅσον ἔχω διαμνημονεύειν en tanto en cuanto yo puedo recordar Hld.3.3.1.
2 de palabras traer a la memoria, mencionar, reproducir χαλεπὸν τὴν ἀκρίβειαν αὐτὴν τῶν λεχθέντων διαμνημονεῦσαι ἦν ἐμοί Th.1.22, τὰ μὲν τούτου διαμνημονεύουσιν οἱ πολλοί D.Chr.72.11, τὴν (τοῦ ἔπους) ἀρχήν Plu.Sol.3, λόγους εἰρημένους αὐτοῖς διαμνημονεύουσι Luc.Nigr.7.

Greek Monolingual

διαμνημονεύω (AM)
1. θυμάμαι καλά
2. σημειώνω, καταγράφω
3. αναπολώ.