διασπαράσσω: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(διασπᾰράσσω) <b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en <i>PMich.Renner</i> 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.<i>Hex</i>.8.3 (p.444)]<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[romper]], [[destrozar]] χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει con las manos rompe los arneses del carro</i> A.<i>Pers</i>.195<br /><b class="num">•</b>[[desgarrar]], [[rasgar]] ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει E.<i>Fr</i>.383.5, (τὸν χιτωνίσκον) I.<i>AI</i> 2.35, en v. pas. χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶς <i>Com.Adesp</i>.1084.25<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[desgarrarse]], [[romperse]] χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακται se enganchó en un escollo y se ha roto (la red)</i>, Hld.5.18.4.<br /><b class="num">2</b> medic. [[dilatar a la fuerza]] τὴν μήτραν Sor.136.11.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de pers. o anim. [[despedazar]], [[descuartizar]] c. resultado de muerte:<br /><b class="num">a)</b> c. suj. de anim. ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες) Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d, οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας) <i>Vit.Aesop.G</i> 97, οἱ λύκοι τὰ ἀρνία 2<i>Ep.Clem</i>.5.3, ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν Aesop.268, οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ [[ἐνίοτε]] κατάγνυσιν Aët.13.3, en v. pas. τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη Eub.14.3, διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαι Basil.l.c., [[Ἀκταίων]] ... ὑπὸ τῶν ἑ[α] υτ[οῦ] κυνῶν anón.mit.l.c., ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν Plu.<i>Fluu</i>.25.4, [[Διόνυσος]] Iust.Phil.1<i>Apol</i>.21.2, s. cont., A.<i>Fr</i>.451s.10.1, E. (?) en <i>POxy</i>.2078.1.18;<br /><b class="num">b)</b> c. suj. de pers. τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένων Them.<i>Or</i>.7.99d, [[ἀλλήλους]] διασπαράξαι βουλόμενοι <i>T.Sal</i>.D.4.1, en v. pas. ὑπὸ τῶν Γαλατῶν Memn.8.8, ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι [[γύψ]] <i>SHell</i>.996.7<br /><b class="num">•</b>fig. διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες Luc.<i>Icar</i>.21, διὰ συκοφαντίας τὸν λόγον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.467<br /><b class="num">•</b>abs. [[desgarrar el corazón]] Luc.<i>Tyr</i>.20. | |dgtxt=(διασπᾰράσσω) <b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en <i>PMich.Renner</i> 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.<i>Hex</i>.8.3 (p.444)]<br /><b class="num">1</b> c. ac. de cosa [[romper]], [[destrozar]] χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει con las manos rompe los arneses del carro</i> A.<i>Pers</i>.195<br /><b class="num">•</b>[[desgarrar]], [[rasgar]] ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει E.<i>Fr</i>.383.5, (τὸν χιτωνίσκον) I.<i>AI</i> 2.35, en v. pas. χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶς <i>Com.Adesp</i>.1084.25<br /><b class="num">•</b>en v. med.-pas. [[desgarrarse]], [[romperse]] χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακται se enganchó en un escollo y se ha roto (la red)</i>, Hld.5.18.4.<br /><b class="num">2</b> medic. [[dilatar a la fuerza]] τὴν μήτραν Sor.136.11.<br /><b class="num">3</b> c. ac. de pers. o anim. [[despedazar]], [[descuartizar]] c. resultado de muerte:<br /><b class="num">a)</b> c. suj. de anim. ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες) Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d, οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας) <i>Vit.Aesop.G</i> 97, οἱ λύκοι τὰ ἀρνία 2<i>Ep.Clem</i>.5.3, ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν Aesop.268, οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ [[ἐνίοτε]] κατάγνυσιν Aët.13.3, en v. pas. τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη Eub.14.3, διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαι Basil.l.c., [[Ἀκταίων]] ... ὑπὸ τῶν ἑ[α] υτ[οῦ] κυνῶν anón.mit.l.c., ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν Plu.<i>Fluu</i>.25.4, [[Διόνυσος]] Iust.Phil.1<i>Apol</i>.21.2, s. cont., A.<i>Fr</i>.451s.10.1, E. (?) en <i>POxy</i>.2078.1.18;<br /><b class="num">b)</b> c. suj. de pers. τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένων Them.<i>Or</i>.7.99d, [[ἀλλήλους]] διασπαράξαι βουλόμενοι <i>T.Sal</i>.D.4.1, en v. pas. ὑπὸ τῶν Γαλατῶν Memn.8.8, ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι [[γύψ]] <i>SHell</i>.996.7<br /><b class="num">•</b>fig. διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες Luc.<i>Icar</i>.21, διὰ συκοφαντίας τὸν λόγον Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.467<br /><b class="num">•</b>abs. [[desgarrar el corazón]] Luc.<i>Tyr</i>.20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και διασπαράττω (AM [[διασπαράσσω]] και διασπαράττω)<br />[[κατατεμαχίζω]], [[κατακρεουργώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. διασπαράττω,
A rend in pieces, A.Pers.195:—Pass., Eub. 15.3. 2 metaph., δ. τινὰ τῷ λόγῳ Luc.Icar.21. II dilate forcibly, Sor.2.59.
German (Pape)
[Seite 603] zerreißen, zerfleischen; χεροῖν ἔντη δίφρου Aesch. Pers. 193; διεσπάρακται μέλη Eubul. Ath. XIV, 622 e; – Sp.; – übertr., Luc. Icarom. 21, λόγῳ τινά.
Greek (Liddell-Scott)
διασπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, σχίζω εἰς τεμάχια, Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· ἐν τῷ παθ., Εὔβουλ. Αὐγ. 1· ‒ δ. τινὰ τῷ λόγῳ Λουκ. Ἰκαρομ. 21.
French (Bailly abrégé)
f. διασπαράξω, etc.
mettre en pièces, déchirer ; fig. déchirer en paroles.
Étymologie: διά, σπαράσσω.
Spanish (DGE)
(διασπᾰράσσω) • Alolema(s): át. -ττω
• Morfología: [pas. aor. ind. διεσπαράσθη anón. mit. en PMich.Renner 1.2.5, part. διασπαραγείς Basil.Hex.8.3 (p.444)]
1 c. ac. de cosa romper, destrozar χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράσσει con las manos rompe los arneses del carro A.Pers.195
•desgarrar, rasgar ἔχιδνα ... τὰ σπλάγχνα σου διασπαράξει E.Fr.383.5, (τὸν χιτωνίσκον) I.AI 2.35, en v. pas. χλαμύδος ἥμισυ διεσπαραγμένης παλαιᾶς Com.Adesp.1084.25
•en v. med.-pas. desgarrarse, romperse χοιράδι πέτρᾳ ... ἐνσχεθὲν διεσπάρακται se enganchó en un escollo y se ha roto (la red), Hld.5.18.4.
2 medic. dilatar a la fuerza τὴν μήτραν Sor.136.11.
3 c. ac. de pers. o anim. despedazar, descuartizar c. resultado de muerte:
a) c. suj. de anim. ἐπηνέχθησαν αὐτῇ καὶ ... πᾶσαν διεσπάραξαν (αἱ κύνες) Parth.10.3, la hembra del cocodrilo a sus crías, Plu.2.982d, οἱ δὲ λύκοι ... αὐτούς (τοὺς κύνας) Vit.Aesop.G 97, οἱ λύκοι τὰ ἀρνία 2Ep.Clem.5.3, ὁ κύων ... τὴν ἀλώπεκα δραξάμενος διεσπάραξεν αὐτήν Aesop.268, οὐ μόνον τὰς σάρκας διασπαράττει ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ ἐνίοτε κατάγνυσιν Aët.13.3, en v. pas. τοῖσδε ... διεσπάρακται θερμὰ χηνίσκων μέλη Eub.14.3, διασπαραγὲν (τὸ θήραμα) τροφὴν τῷ ἑλόντι γενέσθαι Basil.l.c., Ἀκταίων ... ὑπὸ τῶν ἑ[α] υτ[οῦ] κυνῶν anón.mit.l.c., ὑφ' ὧν (λεόντων) διασπαραχθεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν Plu.Fluu.25.4, Διόνυσος Iust.Phil.1Apol.21.2, s. cont., A.Fr.451s.10.1, E. (?) en POxy.2078.1.18;
b) c. suj. de pers. τὸν καθηγητὴν ... διασπαράττειν πρώην τῶν στρατιωτῶν ὡρμημένων Them.Or.7.99d, ἀλλήλους διασπαράξαι βουλόμενοι T.Sal.D.4.1, en v. pas. ὑπὸ τῶν Γαλατῶν Memn.8.8, ψυχρὸν διεσπάρασσε πτῶμα ὄνυξι γύψ SHell.996.7
•fig. διασπαράττοντές με τῷ λόγῳ καὶ πάντα τρόπον ὑβρίζοντες Luc.Icar.21, διὰ συκοφαντίας τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.1.467
•abs. desgarrar el corazón Luc.Tyr.20.
Greek Monolingual
και διασπαράττω (AM διασπαράσσω και διασπαράττω)
κατατεμαχίζω, κατακρεουργώ.