διαχωριστής: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(big3_11)
(9)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[árbitro]] Sch.A.<i>Th</i>.941c<br /><b class="num">•</b>δ.· <i>separator</i>, <i>Gloss</i>.2.276.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[árbitro]] Sch.A.<i>Th</i>.941c<br /><b class="num">•</b>δ.· <i>separator</i>, <i>Gloss</i>.2.276.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[διαχωριστής]])<br />αυτός που διαχωρίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πλάκα]] κυψέλης [[μελισσών]], από [[ξύλο]], λευκοσίδηρο ή [[χαρτόνι]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχωριστής Medium diacritics: διαχωριστής Low diacritics: διαχωριστής Capitals: ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: diachōristḗs Transliteration B: diachōristēs Transliteration C: diachoristis Beta Code: diaxwristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A separator, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

διαχωριστής: -οῦ, ὁ, ὁ διαχωρίζων, διαιρῶν, Γλωσσ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
árbitro Sch.A.Th.941c
δ.· separator, Gloss.2.276.

Greek Monolingual

ο (Μ διαχωριστής)
αυτός που διαχωρίζει
νεοελλ.
πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι.