δυσάντητος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que constituye un mal encuentro]], [[ante lo que es mejor no encontrarse]] θέαμα Luc.<i>Tim</i>.5, κυδοιμός Nonn.<i>D</i>.24.168, ἔρωτες Nonn.<i>D</i>.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de soportar]] πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.<i>H</i>.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que constituye un mal encuentro]], [[ante lo que es mejor no encontrarse]] θέαμα Luc.<i>Tim</i>.5, κυδοιμός Nonn.<i>D</i>.24.168, ἔρωτες Nonn.<i>D</i>.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de soportar]] πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.<i>H</i>.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσάντητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που η [[συνάντηση]] [[μαζί]] του [[είναι]] δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον [[θέαμα]] ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο [[γιατί]] νομίζουν ότι θα δουν [[θέαμα]] αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η [[συνάντηση]] [[μαζί]] του θα φέρει [[κακοτυχία]]], Λουκ.)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ [[πάθη]] καὶ δυσάντητα», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάντητος Medium diacritics: δυσάντητος Low diacritics: δυσάντητος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysántētos Transliteration B: dysantētos Transliteration C: dysantitos Beta Code: dusa/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc.    II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.

German (Pape)

[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont l’abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que constituye un mal encuentro, ante lo que es mejor no encontrarse θέαμα Luc.Tim.5, κυδοιμός Nonn.D.24.168, ἔρωτες Nonn.D.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.
2 difícil de soportar πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.H.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.

Greek Monolingual

δυσάντητος, -ον (AM)
1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η συνάντηση μαζί του θα φέρει κακοτυχία], Λουκ.)
2. αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ πάθη καὶ δυσάντητα», Πλούτ.).