δωματίτης: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(6_19) |
(10) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δωματίτης''': -ου, ὁ, ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν, [[Ποσειδῶν]] Παυσ. 3. 14, 7· [[Ἀπόλλων]] Σχόλ. Πινδ. Ν. 5. 82· -θηλ., δωματῖτις [[ἑστία]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 968. | |lstext='''δωματίτης''': -ου, ὁ, ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν, [[Ποσειδῶν]] Παυσ. 3. 14, 7· [[Ἀπόλλων]] Σχόλ. Πινδ. Ν. 5. 82· -θηλ., δωματῖτις [[ἑστία]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 968. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δωματίτης]], ο (Α)<br />αυτός που ανήκει στο [[δώμα]], στο [[σπίτι]], [[οικιακός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A of, belonging to the house, Ποσειδῶν Paus.3.14.7, IG5(1).497, al. (Sparta); Ἀπόλλων Sch.Pi.N.5.81: fem., δωματῖτις ἑστία A.Ag.968.
German (Pape)
[Seite 694] ὁ, zum Hause gehörig: Ποσειδῶν Paus. 3, 14, 7; Apollo Schol. Pind. N. 5. 82.
Greek (Liddell-Scott)
δωματίτης: -ου, ὁ, ἀνήκων εἰς τὴν οἰκίαν, Ποσειδῶν Παυσ. 3. 14, 7· Ἀπόλλων Σχόλ. Πινδ. Ν. 5. 82· -θηλ., δωματῖτις ἑστία Αἰσχύλ. Ἀγ. 968.
Greek Monolingual
δωματίτης, ο (Α)
αυτός που ανήκει στο δώμα, στο σπίτι, οικιακός.