ἐμβρόντητος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(big3_14b)
(11)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[herido]], [[fulminado por el rayo]] ὥστε κόρακά τινα ... πεσεῖν ὥσπερ ἐμβρόντητον de modo que un cuervo cayó como herido por el rayo</i> D.C.36.30.3, de un perjuro ἐγένετ' [[ἐμβρόντητος]] Antiph.230.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[atronado]], [[atónito]], [[estúpido]] ὦμβρόντητε σύ Ar.<i>Ec</i>.793, cf. D.18.243, Men.<i>Pc</i>.523, <i>Dysc</i>.441, <i>Com.Adesp</i>.1014.42, Luc.<i>DDeor</i>.15.1, τούτους ... οἱ μὲν ἄφρονας ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ ἐμβροντήτους a esos ... unos los llaman locos, otros, idiotas</i> Hp.<i>Vict</i>.1.35, cf. Pl.<i>Alc</i>.2.140c, οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταί Luc.<i>Tim</i>.1, <i>Philopatr</i>.2, οἱ δὲ ὠχρότεροι (ὀφθαλμοὶ) ἐμβροντήτους σημαίνουσιν Adam.1.6, ἐμβρόντητοι τὴν διάνοιαν γίνονται Hsch.H.<i>Hom</i>.16.4.14,<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[insensato]], [[loco]] σόφισμα Porph.<i>Chr</i>.35.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[herido]], [[fulminado por el rayo]] ὥστε κόρακά τινα ... πεσεῖν ὥσπερ ἐμβρόντητον de modo que un cuervo cayó como herido por el rayo</i> D.C.36.30.3, de un perjuro ἐγένετ' [[ἐμβρόντητος]] Antiph.230.4.<br /><b class="num">2</b> fig. [[atronado]], [[atónito]], [[estúpido]] ὦμβρόντητε σύ Ar.<i>Ec</i>.793, cf. D.18.243, Men.<i>Pc</i>.523, <i>Dysc</i>.441, <i>Com.Adesp</i>.1014.42, Luc.<i>DDeor</i>.15.1, τούτους ... οἱ μὲν ἄφρονας ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ ἐμβροντήτους a esos ... unos los llaman locos, otros, idiotas</i> Hp.<i>Vict</i>.1.35, cf. Pl.<i>Alc</i>.2.140c, οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταί Luc.<i>Tim</i>.1, <i>Philopatr</i>.2, οἱ δὲ ὠχρότεροι (ὀφθαλμοὶ) ἐμβροντήτους σημαίνουσιν Adam.1.6, ἐμβρόντητοι τὴν διάνοιαν γίνονται Hsch.H.<i>Hom</i>.16.4.14,<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[insensato]], [[loco]] σόφισμα Porph.<i>Chr</i>.35.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμβρόντητος]], -ον)<br />[[κατάπληκτος]], σαστισμένος σαν να τον χτύπησε [[κεραυνός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κεραυνόπληκτος]], χτυπημένος από κεραυνό<br /><b>2.</b> [[τρελός]]<br /><b>3.</b> (για [[ιδέα]]) [[παράλογος]]<br /><b>4.</b> [[βλάκας]], [[ανίκανος]] για οποιαδήποτε [[αντίδραση]] («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβρόντητος Medium diacritics: ἐμβρόντητος Low diacritics: εμβρόντητος Capitals: ΕΜΒΡΟΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: embróntētos Transliteration B: embrontētos Transliteration C: emvrontitos Beta Code: e)mbro/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A thunderstruck, stupefied, stupid, ἐ. ποιεῖν τινά v.l. in X.An.3.4.12; ὦμβρόντητε σύ thou gaping fool, Ar.Ec.793; ἐγένετ' ἐ. Antiph.233.4; ἠλιθίους καὶ ἐ. Pl.Alc.2.140c, cf. Men.Pk.273; ἐμβρόντητε, εἶτα νῦν λέγεις; D.18.243.    II later of ideas, crack-brained, mad, ἐ. καὶ πεπλανημένον σόφισμα Porph.Chr.35; ἐμβρόντητα δὲ πάντα Orph.Fr. 47.

German (Pape)

[Seite 807] angedonnert, vom Blitze betäubt; übh. erschreckt, verblüfft; Xen. An. 3, 4, 12; blödsinnig, Ar. Eccl. 793; καὶ ἠλίθιος Plat. Alc. II, 140 c; Dem. 18, 243 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρόντητος: -ον, ὑπὸ τῆς βροντῆς πληγείς, ἔκθαμβος, παραπεπληγμένος τὴν διάνοιαν, μαινόμενος, Λατ. attonitus, ἐμβρ. ποιεῖν τινα Ξεν. Ἀν. 3. 4, 12˙ ὦμβρόντητε σύ, ἠλίθιε σύ, «χαμένο κορμί», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 793˙ ἐγένετ’ ἐμβρ. Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 44˙ ἠλιθίους καὶ ἐμβρ. Πλάτ. Ἀλκ. 2. 240C˙ ἐμβρόντητε, τί νῦν λέξεις, Δημ. 308. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé de la foudre ; fig.
1 frappé de stupeur;
2 qui a l’esprit égaré, insensé.
Étymologie: ἐμβροντάομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 herido, fulminado por el rayo ὥστε κόρακά τινα ... πεσεῖν ὥσπερ ἐμβρόντητον de modo que un cuervo cayó como herido por el rayo D.C.36.30.3, de un perjuro ἐγένετ' ἐμβρόντητος Antiph.230.4.
2 fig. atronado, atónito, estúpido ὦμβρόντητε σύ Ar.Ec.793, cf. D.18.243, Men.Pc.523, Dysc.441, Com.Adesp.1014.42, Luc.DDeor.15.1, τούτους ... οἱ μὲν ἄφρονας ὀνομάζουσιν, οἱ δὲ ἐμβροντήτους a esos ... unos los llaman locos, otros, idiotas Hp.Vict.1.35, cf. Pl.Alc.2.140c, οἱ ἐμβρόντητοι ποιηταί Luc.Tim.1, Philopatr.2, οἱ δὲ ὠχρότεροι (ὀφθαλμοὶ) ἐμβροντήτους σημαίνουσιν Adam.1.6, ἐμβρόντητοι τὴν διάνοιαν γίνονται Hsch.H.Hom.16.4.14,
de abstr. insensato, loco σόφισμα Porph.Chr.35.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐμβρόντητος, -ον)
κατάπληκτος, σαστισμένος σαν να τον χτύπησε κεραυνός
αρχ.
1. κεραυνόπληκτος, χτυπημένος από κεραυνό
2. τρελός
3. (για ιδέα) παράλογος
4. βλάκας, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίδραση («ἠλιθίους και ἐμβρόντητους»).