ἐξαπεῖδον: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(big3_15) |
(12) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[ἐξαφοράω]]. | |dgtxt=v. [[ἐξαφοράω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐξαπεῑδον (Α)<br />(αόρ. [[χωρίς]] ενεστ. [[αντί]] ενεστ. χρησιμοπ. το <i>ἐξαφορῶ</i>)<br />παρατήρησα από [[μακριά]], είδα σε [[απόσταση]] («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», <b>Σοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
inf. ἐξαπιδεῖν: aor. without any pres. ἐξαφοράω in use,
A observe from afar, only in S.OC1648 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 870] (aor. zum ungebräuchlichen ἐξαφοράω), aus der Ferne bemerken, Soph. O. C. 1644.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαπεῖδον: ἀπαρέμφ. ἐξαπιδεῖν, ἀόρ. ἄνευ ἰδίου ἐνεστ. - Ἐν χρήσει εἶναι τὸ ἐξαφοράω, παρατηρῶ μακρόθεν, Σοφ. Ο. Κ. 1648· - ἐκ τῶν ἅπαξ λεγ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 d’un verbe inusité;
remarquer ou voir de loin.
Étymologie: ἐξ, ἀπεῖδον ; cf. ἐξαφοράω.
Spanish (DGE)
v. ἐξαφοράω.
Greek Monolingual
ἐξαπεῑδον (Α)
(αόρ. χωρίς ενεστ. αντί ενεστ. χρησιμοπ. το ἐξαφορῶ)
παρατήρησα από μακριά, είδα σε απόσταση («στραφέντες ἐξαπείδομεν τὸν ἄνδρα», Σοφ.).