ἐπεμβάτης: Difference between revisions
Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui est monté sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεμβαίνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui est monté sur, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεμβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπεμβάτης]] και [[ἐπεμβατήρ]], ο (Α) [[επεμβαίνω]]<br /><b>1.</b> [[αναβάτης]] («ἵππων... ἐπεμβάτας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιππέας]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» — αυτοί που πατούν ανάλαφρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A one mounted, ἵππων ἐπεμβάται E.Ba.782: abs., horseman, Anacr.75.6; also ἁρμάτων ἐ. E.Supp.585: abs., ib.685. II one who walks on or in, ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις Orph.H.31.3.
German (Pape)
[Seite 915] ὁ, der Besteiger, ἁρμάτων Eur. Suppl. 585, ἵππων Bacch. 782, ἔνθ' ἅρματ' ἠγωνίζεθ' οἵ τ' ἐπεμβάται Suppl. 865; ἴχνεσι κουφοῖς, mit leichtem Tritt einhergehend, Orph. H. 30, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεμβάτης: ᾰ, ου, ὁ ἀναβάτης, ἵππων ἐπεμβάται Εὐρ. Βάκχ. 782· καὶ ἀπολ., ἱππεὺς Ἀνακρ. 75: ― ὡσαύτως, ἁρμάτων ἐπεμβάτης Εὐρ. Ἱκ. 585· καὶ ἀπολ., αὐτόθι 685. ΙΙ. ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις, οἱ βαίνοντες κούφοις βήμασι, Ὀρφ. Ὕμν. 31. 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui est monté sur, gén..
Étymologie: ἐπεμβαίνω.
Greek Monolingual
ἐπεμβάτης και ἐπεμβατήρ, ο (Α) επεμβαίνω
1. αναβάτης («ἵππων... ἐπεμβάτας», Ευρ.)
2. ιππέας
3. φρ. «ἐπεμβάται ἴχνεσι κούφοις» — αυτοί που πατούν ανάλαφρα.