ἐπιίστωρ: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(Autenrieth)
(13)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ορος ([[root]] ϝιδ): [[conscious]] of, [[accomplice]] in, Od. 21.26†.
|auten=ορος ([[root]] ϝιδ): [[conscious]] of, [[accomplice]] in, Od. 21.26†.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιίστωρ]], ο (Α)<br /><b>1.</b> μυημένος σε [[κάτι]], [[γνώστης]], [[έμπειρος]], ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιστήμονας]] («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ίστωρ]], το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>Fιδ</i>-) του θέματος <i>Fειδ</i>- του ρ. <i>oίδα</i> «[[γνωρίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιίστωρ Medium diacritics: ἐπιίστωρ Low diacritics: επιίστωρ Capitals: ΕΠΙΙΣΤΩΡ
Transliteration A: epiístōr Transliteration B: epiistōr Transliteration C: epiistor Beta Code: e)pii/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ,

   A privy to a thing: c.gen., μεγάλων ἔργων ἐ. privy to great works (i.e. the robbery of the mares), Od.21.26; so τεῶν μύθων ἐ. A.R.4.89: abs., ib.16.    2. acquainted with, practised in, δίσκων, γεωμετρίης, AP11.371 (Pall.), App.Anth.7.2 (Euc.); σοφίης IG3.946, cf. Doroth.in Cat.Cod.Astr.2.172.

German (Pape)

[Seite 944] ορος, der um Etwas weiß, kundig, erfahren; bei Hom. einmal, Odyss. 21, 26, φῶθ' Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων, den großer Thaten kundigen, entweder = den Vollbringer großer, tapferer Thaten, oder = den Mitwisser eines Verbrechens, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 109. – Sp. D., z. B. δίσκων Pallad. 27 (XI, 371, vgl. XV, 13); θήρης Qu. Sm. 5, 203; mitwissend, Ap. Rh. 4, 16; Zeuge, 4, 87.

English (Autenrieth)

ορος (root ϝιδ): conscious of, accomplice in, Od. 21.26†.

Greek Monolingual

ἐπιίστωρ, ο (Α)
1. μυημένος σε κάτι, γνώστης, έμπειρος, ειδήμων («μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων», Ομ. Οδ.)
2. επιστήμονας («σοφίης ἐπιίστορα πάσης», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίστωρ, το οποίο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (Fιδ-) του θέματος Fειδ- του ρ. oίδα «γνωρίζω»].