ἐπινήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> nager sur, flotter sur, τινι;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> se faire entendre sur l’eau;<br /><b>3</b> nager vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νήχω]].
|btext=<b>1</b> nager sur, flotter sur, τινι;<br /><b>2</b> <i>en parl. de la voix</i> se faire entendre sur l’eau;<br /><b>3</b> nager vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[νήχω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπινήχομαι]] (AM) (Α και δωρ. τ. [[ἐπινάχομαι]])<br /><b>1.</b> [[κολυμπώ]] στην [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> [[επιπλέω]], βρίσκομαι στην [[επιφάνεια]]<br /><b>3.</b> [[επαναπαύομαι]] («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανέρχομαι]], ακούγομαι [[μέσα]] από το [[νερό]] («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πλημμυρίζω]], [[κατακλύζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]», παράλλ. τ. του <i>νέω</i> (III) «[[κολυμπώ]]»].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινήχομαι Medium diacritics: ἐπινήχομαι Low diacritics: επινήχομαι Capitals: ΕΠΙΝΗΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epinḗchomai Transliteration B: epinēchomai Transliteration C: epinichomai Beta Code: e)pinh/xomai

English (LSJ)

Dor.ἐπινεφελ-νάχ-[ᾱ],

   A swim upon, πόντῳ Batr.107, cf.Cerc. 17.11; flow over, τοῖς πεδίοις Hdn.8.4.3; παιδὸς ἐπενάχετο φωνά floated on the stream, Theoc.23.61; float, ὑγρὸν -όμενον ταῖς κρήναις Dsc.1.73, cf. Sor.1.115, Alex.Aphr.Pr.1.22; opp. καταδύεσθαι, Gp. 7.8.2; of Noah, Ph.1.455; ἀέρι ib.602: metaph., ib.166, Dam.Pr. 270.    2. swim to or over to, c. acc., Call.Del.21.    3. swim against, attack, ἄλλῳ ἐ. ἄλλος πότμον ἄγων Opp.H.2.46.

German (Pape)

[Seite 965] darauf-, darüber hin schwimmen, πόντῳ Batrach. 106; ἐπενάχετο Theocr. 23, 61; Leon. Al. 15 (IX, 42); auch Hdn. 8, 4, 11; – an Etwas heranschwimmen, νῆσον Callim. Del. 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινήχομαι: μέλλ. -ξομαι, Ἀποθ., νήχομαι, κολυμβῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μέσῳ δ’ ἐπενήχετο πόντῳ Βατραχομ. 107· πλημμυρίζω, κατακλύζω, τοῖς πεδίοις Ἡρῳδιαν. 8. 4· παιδὸς δ’ ἐπενάχετο φωνά, ὅ. ἐ. ἀνήρχοντο ἐκ τοῦ κάτω κόσμου, Θεόκρ. 23. 61· ἁπλῶς, ἐπιπολάζω, ἐπιπλέω, Φίλων 1. 14. 2) κολυμβῶ πρὸς ἢ εἰς, μετ’ αἰτ., Σαρδὼ θ’ ἱμερόεσσα, καὶ ἣν ἐπενήξατο Κύπρις Καλλ. εἰς Δῆλ. 21.

French (Bailly abrégé)

1 nager sur, flotter sur, τινι;
2 en parl. de la voix se faire entendre sur l’eau;
3 nager vers, acc..
Étymologie: ἐπί, νήχω.

Greek Monolingual

ἐπινήχομαι (AM) (Α και δωρ. τ. ἐπινάχομαι)
1. κολυμπώ στην επιφάνεια
2. επιπλέω, βρίσκομαι στην επιφάνεια
3. επαναπαύομαι («ἀθλίοις ἐπινήχεσθαι λογισμοῑς»)
αρχ.
1. ανέρχομαι, ακούγομαι μέσα από το νερό («παιδὸς ἐπενάχετο φωνά», (Θεόκρ.)
2. πλημμυρίζω, κατακλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νήχομαι «κολυμπώ», παράλλ. τ. του νέω (III) «κολυμπώ»].