ἐπίσυρμα: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισύρω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπισύρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίσυρμα]], τὸ (Α) [[επισύρω]]<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[σημάδι]] που αφήνει [[σώμα]] που σέρνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσυρμα Medium diacritics: ἐπίσυρμα Low diacritics: επίσυρμα Capitals: ΕΠΙΣΥΡΜΑ
Transliteration A: epísyrma Transliteration B: episyrma Transliteration C: episyrma Beta Code: e)pi/surma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπισύρω)

   A anything trailed after one : trail of a snake, Hp.Ep.15 ; trail or track made by dragging a thing, X.Cyn. 9.18.

German (Pape)

[Seite 987] τό, das Nachgeschleppte, die Schleppe, der Schweif, Hippocr. – Bei Xen. Cyn. 9, 18, sind ἐπισύρματα τοῦ ξύλου die Spuren des geschleppten Körpers.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσυρμα: τό, πᾶν ὅ,τι σύρεται κατόπιν τινός, ἡ οὐρὰ ὄφεως, Ἱππ. Ἐπ. 1277· ἡ γραμμὴ ἢ τὸ ἴχνος ὅπερ γίνεται ὅταν τις σύρῃ τι κατὰ γῆς, Ξεν. Κυν. 9, 18.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sillon que laisse après soi une chose qui balaie le sol.
Étymologie: ἐπισύρω.

Greek Monolingual

ἐπίσυρμα, τὸ (Α) επισύρω
1. οτιδήποτε σέρνεται πάνω σε κάτι
2. σημάδι που αφήνει σώμα που σέρνεται πάνω σε κάτι («τά τ’ ἐπισύρματα τοῡ ξύλου καταφανῆ ἐν τοῑς ἔργοις», Ξεν.).