ἐπίτοκος: Difference between revisions
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίτοκος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ [[ἐγγὺς]] τοῦ τεκεῖν, «[[ἐπίτοκος]] ἡ γυνὴ ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ [[κωμῳδός]], [[δέον]] [[ἐπίτεξ]] εἰπεῖν» Φρύν. 333· ἀλλ’ ἡ ἀποδοκιμαζομένη [[λέξις]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Ἀριστ. 2) [[γόνιμος]], τίκτουσα, Ἱππ. 1201Η· ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 573. a2: καὶ οὕτω γιγνώσκουσιν ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν οἱ ποιμένες, ἴδε [[ἐπίτεξ]]. ΙΙ. ([[τόκος]] ΙΙ) φέρων τόκον ἐπὶ τόκῳ, τόκοι ἐπίτοκοι, τόκοι ἐπιφέροντες τόκους, Λατ. vorsura, Πλάτ. Νόμ. 842D. | |lstext='''ἐπίτοκος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ [[ἐγγὺς]] τοῦ τεκεῖν, «[[ἐπίτοκος]] ἡ γυνὴ ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ [[κωμῳδός]], [[δέον]] [[ἐπίτεξ]] εἰπεῖν» Φρύν. 333· ἀλλ’ ἡ ἀποδοκιμαζομένη [[λέξις]] ἀπαντᾷ παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Ἀριστ. 2) [[γόνιμος]], τίκτουσα, Ἱππ. 1201Η· ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 573. a2: καὶ οὕτω γιγνώσκουσιν ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν οἱ ποιμένες, ἴδε [[ἐπίτεξ]]. ΙΙ. ([[τόκος]] ΙΙ) φέρων τόκον ἐπὶ τόκῳ, τόκοι ἐπίτοκοι, τόκοι ἐπιφέροντες τόκους, Λατ. vorsura, Πλάτ. Νόμ. 842D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτοκος]], -ον)<br />(για [[γυναίκα]] ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γόνιμος]], [[καρποφόρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (τόκος I)
A near childbirth, Hp.Superf.17, Antiph.306 (condemned by Phryn. 310), Arist.HA573a2, etc.: heterocl. acc. sg. ἐπίτοκα IG5(1).1390.33 (Andania). 2 fruitful, having borne children, Hp.Epid.6.8.32. II (τόκος II) bearing interest upon interest, τόκοι ἐ. compound interest, Pl. Lg.842d.
German (Pape)
[Seite 994] 1) der Geburt, der Niederkunft nahe, von Phryn. 333 als unattisch für ἐπίτεξ verworfen, doch mit einer Stelle aus Antiphan. com. belegt, s. Arist. H. A. 6, 18 auch von Thieren, wie Plut. es. carn. 2, 1. – 2) Zinsen tragend, τόκοι ἐπίτοκοι, die wieder Zinsen tragen, Zins auf Zins, Plat. Legg. VIII, 842 d; δάνεισμα Poll. 8, 141.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτοκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐγγὺς τοῦ τεκεῖν, «ἐπίτοκος ἡ γυνὴ ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ κωμῳδός, δέον ἐπίτεξ εἰπεῖν» Φρύν. 333· ἀλλ’ ἡ ἀποδοκιμαζομένη λέξις ἀπαντᾷ παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Ἀριστ. 2) γόνιμος, τίκτουσα, Ἱππ. 1201Η· ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 573. a2: καὶ οὕτω γιγνώσκουσιν ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν οἱ ποιμένες, ἴδε ἐπίτεξ. ΙΙ. (τόκος ΙΙ) φέρων τόκον ἐπὶ τόκῳ, τόκοι ἐπίτοκοι, τόκοι ἐπιφέροντες τόκους, Λατ. vorsura, Πλάτ. Νόμ. 842D.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐπίτοκος, -ον)
(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. γόνιμος, καρποφόρος
2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)].