ἑρπυσμός: Difference between revisions
From LSJ
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
(b) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. [[ἑρπησμός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1034.png Seite 1034]] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. [[ἑρπησμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἑρπυσμός]]) [[ερπύζω]]<br />το να προχωρεί [[κάποιος]] έρποντας, σέρνοντας την [[κοιλιά]] στο [[έδαφος]] (α. «ο [[ερπυσμός]] τών βρεφών»<br />«ο [[ερπυσμός]] τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά [[πυρά]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[επιμήκυνση]] που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,=foreg., Suid. ; also,=ἡ φωνὴ τῶν χοίρων, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1034] ὁ, das Kriechen, Suid. Vgl. ἑρπησμός.
Greek Monolingual
ο (Α ἑρπυσμός) ερπύζω
το να προχωρεί κάποιος έρποντας, σέρνοντας την κοιλιά στο έδαφος (α. «ο ερπυσμός τών βρεφών»
«ο ερπυσμός τών στρατιωτών υπό τα εχθρικά πυρά»)
νεοελλ.
η επιμήκυνση που προκαλείται σε μέταλλα λόγω υψηλής θερμοκρασίας
αρχ.
κατά τον Ησύχ. «ἡ φωνὴ τῶν χοίρων».