ἐτυμόδρυς: Difference between revisions
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
(6_22) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐτῠμόδρῡς''': -ῠος, ἡ, ἡ ἀληθὴς [[δρῦς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα». | |lstext='''ἐτῠμόδρῡς''': -ῠος, ἡ, ἡ ἀληθὴς [[δρῦς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐτυμόδρυς]], ἡ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br />η αληθινή [[δρυς]], «ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτυμος]] «[[αληθινός]]» <span style="color: red;">+</span> [[δρυς]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ῠος, ἡ,
A true oak, Quercus Robur, Thphr.HP3.8.2,7.
German (Pape)
[Seite 1053] υος, ἡ, die edle Eiche mit süßen Eicheln, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτῠμόδρῡς: -ῠος, ἡ, ἡ ἀληθὴς δρῦς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 2. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα».
Greek Monolingual
ἐτυμόδρυς, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
η αληθινή δρυς, «ἡ τὰς γλυκείας βαλάνους ἔχουσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + δρυς].