εὐθεράπευτος: Difference between revisions
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qu’on gagne aisément par de bons soins.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θεραπεύω]]. | |btext=ος, ον :<br />qu’on gagne aisément par de bons soins.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θεραπεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐθεράπευτος]], -ον)<br />αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βοηθιέται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που διορθώνεται εύκολα<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο ικανοποιεί [[κάποιος]] εύκολα με [[καλοσύνη]] και περιποιήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[θεραπεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to cure, Hp. Coac.501 (Comp.), Thphr. HP9.16.6, etc.: Comp., Phld. D.1.24. 2 easy to help or remedy, D.C.38.24. II easily won by kindness or attention, X. Cyr.2.2.10.
German (Pape)
[Seite 1068] leicht zu bedienen, zu behandeln, von Pflanzen, Theophr.; leicht zu heilen, id.; dem leicht abzuhelfen ist, Sp., wie D. Cass. 38, 24. – Bei Xen. Cyr. 2, 2, 10, wo folgt ὥστε εἶναι αὐτῶν καὶ μικρῷ ὄψῳ παμπόλλους φίλους ἀνακτήσασθαι, = durch diese leicht zu gewinnen.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθεράπευτος: -ον, εὐκόλως θεραπευόμενος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 6, κτλ.· εὐκόλως βοηθούμενος, Δίων. Κ. 38. 24. ΙΙ. ὃν εὐκόλως κτᾶταί τις δι’ εὐμενοῦς τρόπου καὶ περιποιήσεων, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on gagne aisément par de bons soins.
Étymologie: εὖ, θεραπεύω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος
αρχ.
1. αυτός που βοηθιέται εύκολα
2. αυτός που διορθώνεται εύκολα
3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω.