εὐθαρσής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui a bon courage, ferme, hardi;<br /><i>Cp.</i> εὐθαρσέστερος, <i>Sp.</i> εὐθαρσέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θάρσος]].
|btext=ής, ές :<br />qui a bon courage, ferme, hardi;<br /><i>Cp.</i> εὐθαρσέστερος, <i>Sp.</i> εὐθαρσέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[θάρσος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐθαρσής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολύ [[θάρρος]], ο [[θαρραλέος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για μεταφραστές) ο [[τολμηρός]]<br /><b>2.</b> ο [[ασφαλής]], ο [[ακίνδυνος]] («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν [[φανερά]] και εκείνα τα οποία [[πρέπει]] να φοβάται [[κάποιος]] και εκείνα για τα οποία [[πρέπει]] να [[είναι]] [[θαρραλέος]], Ίππαρχ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευθαρσώς]] (ΑΜ εὐθαρσῶς)<br />με [[θάρρος]], με [[τόλμη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θαρσης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θάρσος]] «[[θάρρος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορυ</i>-<i>θαρσής</i>, <i>λυκο</i>-<i>θαρσής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθαρσής Medium diacritics: εὐθαρσής Low diacritics: ευθαρσής Capitals: ΕΥΘΑΡΣΗΣ
Transliteration A: eutharsḗs Transliteration B: eutharsēs Transliteration C: eftharsis Beta Code: eu)qarsh/s

English (LSJ)

ές,

   A of good courage, h. Mart.9 (v.l.), A.Ag. 930, Supp.249, E.El.526; ἐν τοῖς δεινοῖς X.Ages.11.10; πρὸς κίνδυνον D.S. 11.35; τὸ εὐθαρσῆ εἶναι Andronic. Rhod. p.575 M.: Comp. -έστερος Diph. 111, Plu.2.69a; of bolder interpreters, Ph.1.606: Sup. -έστατος X. HG7.1.9. Adv. -ῶς, ἔχειν πρός τι Arist. EN1115a21.    2 safe, secure, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐ. X. Eq.Mag.4.11.

German (Pape)

[Seite 1068] ές, unerschrocken, gutes Muthes, herzhaft; H. h. 7, 9; Aesch. Ag. 904 Suppl. 947; Eur. El. 526; Xen. Hell. 7, 19; ἐν τοῖς δεινοῖς Ages. 11, 10, öfter, wie Folgde; πρὸς τὸν κίνδυνον D. Sic. 11, 35; auch vom Pferde, Poll. 1, 195; – Xen. Hipparch. 4, 11 αἱ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ, die offenen, sichtbaren Wachtposten zeigen, wo Gefahr u. wo Sicherheit ist, wo man getrost sein kann. – Adv. εὐθαρσῶς, Aesch. Suppl. 246; ἔχειν πρός τι, dem δειλός entgeggstzt, Arist. Eth. 3, 6.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθαρσής: -ές, πλήρης θάρρους, εὔτολμος, Ὁμ. Ὕμν. 7. 9, Αἰσχύλ. Ἀγ. 930, Εὐρ. Ἠλ. 526· ἐν τοῖς δεινοῖς Ξεν. Ἀγησ. 11. 10· πρὸς κίνδυνον Διόδ. 11. 35. - Συγκρ. -έστερος Πλούτ. 2. 69Α: Ὑπερθ. -έστατος Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 9: - Ἐπιρρ., λέγ’ εὐθαρσῶς Αἰσχύλ. Ἱκ. 249· εὐθαρσῶς ἔχειν πρός τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 6, 4. 2) ἀσφαλής, ἀκίνδυνος, τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθ. Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a bon courage, ferme, hardi;
Cp. εὐθαρσέστερος, Sp. εὐθαρσέστατος.
Étymologie: εὖ, θάρσος.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐθαρσής, -ές)
1. αυτός που έχει πολύ θάρρος, ο θαρραλέος
αρχ.
1. (για μεταφραστές) ο τολμηρός
2. ο ασφαλής, ο ακίνδυνος («αἱ δὲ φανεραὶ φυλακαὶ δῆλα ἔχουσι καὶ τὰ δεινὰ καὶ τὰ εὐθαρσῆ» — οι φανερές φυλακές έχουν φανερά και εκείνα τα οποία πρέπει να φοβάται κάποιος και εκείνα για τα οποία πρέπει να είναι θαρραλέος, Ίππαρχ.).
επίρρ...
ευθαρσώς (ΑΜ εὐθαρσῶς)
με θάρρος, με τόλμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θαρσης (< θάρσος «θάρρος»), πρβλ. δορυ-θαρσής, λυκο-θαρσής].