εὐνόητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(b)
(15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1083.png Seite 1083]] leicht einzusehen, zu begreifen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1083.png Seite 1083]] leicht einzusehen, zu begreifen.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐνόητος]])<br />αυτός που τον καταλαβαίνει [[κάποιος]] εύκολα, ευκολονόητος, [[προφανής]] («αυτό το [[κείμενο]] [[είναι]] ευνόητο»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[είναι]] ευνόητο» — [[είναι]] φανερό, σαφές, μπορεί να το ευνοήσει [[κάποιος]] εύκολα, δεν έχει [[ανάγκη]] επεξηγήσεως<br /><b>μσν.</b><br />(για [[σύγγραμμα]]) [[κατανοητός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ευφυής]], [[έξυπνος]]<br /><b>2.</b> ο διατεθειμένος καλά, ο [[ευνοϊκός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευνοήτως</i> (Μ εὐνοήτως)<br />ευκολονόητα, [[φανερά]], [[σαφώς]]<br /><b>μσν.</b><br />με σκοπό την ευκολότερη [[κατανόηση]], σκόπιμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[νοητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>νοώ</i> <span style="color: red;"><</span> [[νους]])].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνόητος Medium diacritics: εὐνόητος Low diacritics: ευνόητος Capitals: ΕΥΝΟΗΤΟΣ
Transliteration A: eunóētos Transliteration B: eunoētos Transliteration C: evnoitos Beta Code: eu)no/htos

English (LSJ)

ον,

   A easily understood, Iamb.Protr.21.    II intelligent, οἰκονόμος Vett. Val.45.28.    2 well-disposed, τινι Anon. in Rh.88.29.

German (Pape)

[Seite 1083] leicht einzusehen, zu begreifen.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐνόητος)
αυτός που τον καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, ευκολονόητος, προφανής («αυτό το κείμενο είναι ευνόητο»)
νεοελλ.
φρ. «είναι ευνόητο» — είναι φανερό, σαφές, μπορεί να το ευνοήσει κάποιος εύκολα, δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεως
μσν.
(για σύγγραμμα) κατανοητός
αρχ.
1. ευφυής, έξυπνος
2. ο διατεθειμένος καλά, ο ευνοϊκός.
επίρρ...
ευνοήτως (Μ εὐνοήτως)
ευκολονόητα, φανερά, σαφώς
μσν.
με σκοπό την ευκολότερη κατανόηση, σκόπιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νοητός (< νοώ < νους)].