εὐρωστία: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(eksahir)
(15)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[poder]]
|esgtx=[[poder]]
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐρωστία]]) [[εύρωστος]]<br /><b>1.</b> σωματική [[ευεξία]], [[ρωμαλεότητα]], [[σφρίγος]]<br /><b>2.</b> καλή [[κατάσταση]] (α. «οικονομική [[ευρωστία]]» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρωστία Medium diacritics: εὐρωστία Low diacritics: ευρωστία Capitals: ΕΥΡΩΣΤΙΑ
Transliteration A: eurōstía Transliteration B: eurōstia Transliteration C: evrostia Beta Code: eu)rwsti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A stoutness, strength, Arist.Mir.830a9, D.S.17.88, PRyl.235.8 (ii A.D.); τῆς ψυχῆς Plu.Cat.Mi.44; personified, Εὐ. Ath.Mitt.32.308 (Pergam.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρωστία: ἡ, καλὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἰσχύς, δύναμις, Ἀριστ. π. Θαυμ. 1. 2· τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 44.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
force, vigueur.
Étymologie: εὔρωστος.

Spanish

poder

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐρωστία) εύρωστος
1. σωματική ευεξία, ρωμαλεότητα, σφρίγος
2. καλή κατάσταση (α. «οικονομική ευρωστία» β. «τὴν δ' εὐρωστίαν τῆς ψυχῆς τιθέμενοι», Πλούτ.).