ζακρυόεις: Difference between revisions
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
(CSV import) |
(16) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=zakruo/eis | |Beta Code=zakruo/eis | ||
|Definition=εσσα, εν, (κρυόεις) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">very numbing, freezing</b>, θάνατος Alc. <span class="title">Supp.</span>12.8.</span> | |Definition=εσσα, εν, (κρυόεις) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">very numbing, freezing</b>, θάνατος Alc. <span class="title">Supp.</span>12.8.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζακρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />[[κρύος]], [[κρυερός]], [[παγωμένος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το [[δακρυόεις]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζάπεδο</i> [[αντί]] [[δάπεδο]], <i>ζακόρος</i> [[αντί]] <i>δακόρος</i>), ενώ πρόκειται [[απλώς]] για σύνθετη [[λέξη]] από το επιτατικό <i>ζα</i> και το [[κρυόεις]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρύος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (κρυόεις)
A very numbing, freezing, θάνατος Alc. Supp.12.8.
Greek Monolingual
ζακρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
κρύος, κρυερός, παγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το δακρυόεις (πρβλ. ζάπεδο αντί δάπεδο, ζακόρος αντί δακόρος), ενώ πρόκειται απλώς για σύνθετη λέξη από το επιτατικό ζα και το κρυόεις (< κρύος)].