ζητρός: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(CSV import) |
(16) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=zhtro/s | |Beta Code=zhtro/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">executioner</b>, Hsch.</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">executioner</b>, Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζητρός]], ὁ (Α)<br />ο [[δήμιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τα <i>ζητήρ</i> ([[επίθετο]] του [[Διός]] στην Κύπρο), [[ζήτωρ]], [[ζητρός]] που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. <i>ζᾱ</i>, <i>ζη</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δίζημαι]] «[[επιζητώ]], [[προσπαθώ]], [[επιδιώκω]]»). Το ουσ. [[ζητρός]] σχηματίζεται [[περαιτέρω]] με το επίθ. -<i>τρος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαι</i>-<i>τρός</i>, <i>ια</i>-<i>τρός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A executioner, Hsch.
Greek Monolingual
ζητρός, ὁ (Α)
ο δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο του Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη- (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το επίθ. -τρος (πρβλ. δαι-τρός, ια-τρός)].