ἡδυντικός: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυντικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.
|lstext='''ἡδυντικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἡδυντικός]], -ή, -όν) [[ηδύνω]]<br />αυτός που κάνει [[κάτι]] [[γλυκό]] και νόστιμο<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ηδυντικά</i><br />τα καρυκεύματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δίνει [[ευχαρίστηση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡδυντική</i><br />η [[τέχνη]] της καρυκεύσεως.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυντικός Medium diacritics: ἡδυντικός Low diacritics: ηδυντικός Capitals: ΗΔΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēdyntikós Transliteration B: hēdyntikos Transliteration C: idyntikos Beta Code: h(duntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fit for seasoning, Arist.Pr.923a29.    II -κή τέχνη an art of seasoning, Pl.Sph. 223a.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm, schmackhaft machend, würzend, Plat. Soph. 223 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυντικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἥδυνσιν, ποιῶν τι νόστιμον, Ἀριστ. Προβλ. 20. 6. ΙΙ. ἡ ἡδυντική (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καρυκεύειν, Πλάτ. Σοφ. 223Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἡδυντικός, -ή, -όν) ηδύνω
αυτός που κάνει κάτι γλυκό και νόστιμο
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ηδυντικά
τα καρυκεύματα
αρχ.
1. αυτός που δίνει ευχαρίστηση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡδυντική
η τέχνη της καρυκεύσεως.