θαλασσίδιος: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θαλάσσιος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[θαλάσσιος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θαλασσίδιος]], -ία, -ον (AM)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>εκκλ.</b> <i>το θαλασσίδιον</i><br />[[κάλυμμα]] της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θάλασσα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μοιρ</i>-[[ίδιος]], <i>προικ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰλασσίδιος Medium diacritics: θαλασσίδιος Low diacritics: θαλασσίδιος Capitals: ΘΑΛΑΣΣΙΔΙΟΣ
Transliteration A: thalassídios Transliteration B: thalassidios Transliteration C: thalassidios Beta Code: qalassi/dios

English (LSJ)

α, ον,

   A = θαλάσσιος, χῶροι Hdt.4.199.

German (Pape)

[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θαλάσσιος.

Greek Monolingual

θαλασσίδιος, -ία, -ον (AM)
το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μοιρ-ίδιος, προικ-ίδιος)].