θεόσδοτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(SL_1)
(17)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[θεόσδοτος]], -ον</b> (cf. [[θεόδοτος]]) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> given by [[heaven]] τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.
|sltr=[[θεόσδοτος]], -ον</b> (cf. [[θεόδοτος]]) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> given by [[heaven]] τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ [[τις]] ἀνθρώποισι [[θεόσδοτος]] ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεόσδοτος]], -ον (AM)<br />αυτός που δόθηκε από θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>θεόσ</i>-<i>δοτος</i> ([[αντί]] του ορθού <i>θεό</i>-<i>δοτος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[θεός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>επί</i>-<i>δοτος</i>, <i>έκ</i>-<i>δοτος</i>) κατ' [[αναλογία]] [[προς]] το <i>διόσ</i>-<i>δοτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόσδοτος Medium diacritics: θεόσδοτος Low diacritics: θεόσδοτος Capitals: ΘΕΟΣΔΟΤΟΣ
Transliteration A: theósdotos Transliteration B: theosdotos Transliteration C: theosdotos Beta Code: qeo/sdotos

English (LSJ)

ον, poet. and later Prose for θεόδοτος,

   A given by the gods, Hes.Op.320; δύναμις Pi.P.5.13; εὐδαιμονία Arist.EN1099b12; ἀρετή Max.Tyr.38.4.

German (Pape)

[Seite 1198] p. = θεόδοτος, von Gott gegeben; Hes. O. 322; δύναμις Pind. P. 5, 13; frg. 171; εὐδαιμονία Arist. Eth. Nic. 1, 9, 2; ἀγαθόν Luc. Iov. conf. 5.

Greek (Liddell-Scott)

θεόσδοτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ θεόδοτος, δοθεὶς ὑπὸ τῶν θεῶν, χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτὰ, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318, Πίνδ. ΙΙ. 5. 16· καὶ ἐν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 9, 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θεόδοτος.

English (Slater)

θεόσδοτος, -ον (cf. θεόδοτος)
   1 given by heaven τὰν θεόσδοτον δύναμιν (P. 5.13) εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκότας προστύχῃ (ἀτλάτα κακότας Boeckh) fr. 42. 5.

Greek Monolingual

θεόσδοτος, -ον (AM)
αυτός που δόθηκε από θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ-δοτος (αντί του ορθού θεό-δοτος) < θεός + -δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν-επί-δοτος, έκ-δοτος) κατ' αναλογία προς το διόσ-δοτος].