θυμάλωψ: Difference between revisions

From LSJ

ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωπος (ὁ) :<br />tison à moitié brûlé.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
|btext=ωπος (ὁ) :<br />tison à moitié brûlé.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=[[θυμάλωψ]], -[[άλοπος]], ὁ (Α)<br />[[κομμάτι]] ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, [[δαυλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θυμός]] «[[καπνός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αλ</i>-<i>ωψ</i> [[κατά]] το <i>νυκτ</i>-<i>άλ</i>-<i>ωψ</i>. Το τελευταίο συνθετικό <i>ωψ</i> «[[πρόσωπο]]» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του [[σημασία]] και λειτουργώντας ως [[κατάληξη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μώλ</i>-<i>ωψ</i>, <i>οιν</i>-<i>ώψ</i> «με το [[χρώμα]] του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. <i>dh</i><i>ū</i><i>mra</i> «με το [[χρώμα]] του καπνού» και <i>dh</i><i>ū</i><i>mari</i> «[[ομίχλη]]»].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμάλωψ Medium diacritics: θυμάλωψ Low diacritics: θυμάλωψ Capitals: ΘΥΜΑΛΩΨ
Transliteration A: thymálōps Transliteration B: thymalōps Transliteration C: thymalops Beta Code: quma/lwy

English (LSJ)

[ᾰ], ωπος, ὁ,

   A piece of burning wood or charcoal, Ar.Ach.321, Th.729, Stratt.55, Luc.Lex.24. (τύφω: for the termin., cf. αἱμάλωψ.)

German (Pape)

[Seite 1222] ωπος, ὁ, nach deu alten Erkl. οἱ ἀπολελειμμένοι τῆς θύψεως (τύφω) ἄνθρακες, οἱ ἡμίκαυτοι, halbverbrannter Feuerbrand. Gluthkohle; Ar. Ach. 320, wo man es Kohlenmeiler übersetzt; Thesm. 729.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμάλωψ: ᾰ, ωπος, ὁ, τεμάχιον ξύλου ἢ ἄνθρακος ἀνημμένον, δαυλός, καίων ἄνθραξ, Ἀριστοφ. Ἀχ. 231 (ἴδε ἐν λέξει ἐπιζέω), Θεσμ. 729, Στράττ. π. Ψυχ. 5, Πολυδ. Ζ΄, 110, 152, Ι΄, 101. (Ἐκ τοῦ τύφω, ὥστε κατ’ ἀκριβολογίαν ἔπρεπε νὰ εἶναι θυμμάλωψ· περὶ τῆς καταλήξεως πρβλ. μώλωψ, αἱμάλωψ).

French (Bailly abrégé)

ωπος (ὁ) :
tison à moitié brûlé.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monolingual

θυμάλωψ, -άλοπος, ὁ (Α)
κομμάτι ξύλου ή αναμμένου κάρβουνου, δαυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός «καπνός» + -αλ-ωψ κατά το νυκτ-άλ-ωψ. Το τελευταίο συνθετικό ωψ «πρόσωπο» απαντά σε αρκετά συνθετικά έχοντας χάσει τη λεξική του σημασία και λειτουργώντας ως κατάληξη (πρβλ. μώλ-ωψ, οιν-ώψ «με το χρώμα του κρασιού»). Συνδέεται πιθ. με τα αρχ. ινδ. dhūmra «με το χρώμα του καπνού» και dhūmari «ομίχλη»].