ἱππευτής: Difference between revisions

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui va à cheval;<br /><b>2</b> cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> qui va à cheval;<br /><b>2</b> cavalier.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἱππευτής]], ὁ (Α)<br />[[ιππεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που ιππεύει, [[ιππέας]], [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[ιππικός]], [[ικανός]] στην [[ίππευση]] και στην [[ιππομαχία]] (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς [[στρατός]]», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππευτής Medium diacritics: ἱππευτής Low diacritics: ιππευτής Capitals: ΙΠΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: hippeutḗs Transliteration B: hippeutēs Transliteration C: ippeftis Beta Code: i(ppeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A rider, horseman, Pi.P.9.123: as Adj., Τρῶες B.12.160; στρατός E.HF408 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππευτής: -οῦ, ὁ ἱππεύς, ἔφιππος, Πινδ. Π. 9. 217· ἱππευτὴς στρατὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 408.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui va à cheval;
2 cavalier.
Étymologie: ἱππεύω.

Greek Monolingual

ἱππευτής, ὁ (Α)
ιππεύω
1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος
2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.).