ἰσάκις: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />un nombre de fois égal.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], -ακις. | |btext=<i>adv.</i><br />un nombre de fois égal.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], -ακις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἰσάκις]]) [[ίσος]]<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> ίσα, ίσες φορές («[[πολλάκις]] μέν, μὴ [[ἰσάκις]] δέ; ἢ καὶ [[ἰσάκις]] μέν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> σε ίσα μέρη<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(λογ.)</b> ο [[τρίτος]] [[τρόπος]] του κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, [[κατά]] τον οποίο η [[μείζων]] και το [[συμπέρασμα]] [[είναι]] [[μερικά]] καταφατικά και η [[ελάσσων]] καθολική καταφατική<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ἰσάκις]] πολλαπλάσιός τινος» — ο [[ίδιος]] [[αριθμός]] [[πολλαπλάσιος]] κάποιου<br />β) «[[ἰσάκις]] [[ἴσος]]» — [[αριθμός]] [[ίσος]] που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, [[τετράγωνος]] [[αριθμός]]<br />γ) «[[ἰσάκις]] [[ἴσος]] [[ἰσάκις]]» — [[αριθμός]] [[ίσος]] που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο [[οποίος]] πολλαπλασιάστηκε με ίσον, [[κυβικός]] [[αριθμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐσᾰ], Adv. from ἴσος,
A the same number of times, as many times, Str.3.5.8; ἰ. πολλαπλάσιος c. gen., the same multiple of... Euc.7 Def.21, al.; ἰ. πολλαπλάσια equimultiples, Id.5Def.5, al.; ἰ. ἴσος, of a number, equal multiplied by equal, i.e. square, Pl.R.546c, Tht. 147e, 148a, Euc.7 Def.19, Ph.1.11, etc.; ἰ. ἴσος ἰ. equal multiplied by equal multiplied by equal, i.e. cube number, Euc.7 Def.20, etc.
German (Pape)
[Seite 1263] gleichvielmal; Plat. Theaet. 147 e; Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάκῐς: ῐσᾰ, Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ ἴσος, ἴσα τόσας φοράς, Στράβ. 174· ἴσος ἰσάκις, ἐπὶ ἀριθμοῦ, ὁ ἐφ’ ἑαυτὸν πολλαπλασιασθείς, τετράγωνος ἀριθμός, Πλάτ. Πολ. 546C, Θεαίτ. 147Ε, 148Α, Εὐκλ. 7. 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
un nombre de fois égal.
Étymologie: ἴσος, -ακις.
Greek Monolingual
(Α ἰσάκις) ίσος
επίρρ.
1. ίσα, ίσες φορές («πολλάκις μέν, μὴ ἰσάκις δέ; ἢ καὶ ἰσάκις μέν», Στράβ.)
2. σε ίσα μέρη
νεοελλ.
(λογ.) ο τρίτος τρόπος του κατηγορικού συλλογισμού τρίτου σχήματος, κατά τον οποίο η μείζων και το συμπέρασμα είναι μερικά καταφατικά και η ελάσσων καθολική καταφατική
αρχ.
φρ. α) «ἰσάκις πολλαπλάσιός τινος» — ο ίδιος αριθμός πολλαπλάσιος κάποιου
β) «ἰσάκις ἴσος» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον, τετράγωνος αριθμός
γ) «ἰσάκις ἴσος ἰσάκις» — αριθμός ίσος που πολλαπλασιάστηκε με ίσον ο οποίος πολλαπλασιάστηκε με ίσον, κυβικός αριθμός.