ἰχνηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui suit à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴχνος]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui suit à la piste.<br />'''Étymologie:''' [[ἴχνος]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ (Α [[ἰχνηλάτης]] και ποιητ. τ. [[ἰχνελάτης]])<br />(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, [[ιχνευτής]], [[ανιχνευτής]] (α. «[[ἰχνηλάτης]] ἀληθείας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «[[ιχνηλάτης]] [[σκύλος]]» — ο [[κυνηγετικός]] [[σκύλος]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴχνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ποδ</i>-<i>ηλάτης</i>, <i>χρυσ</i>-<i>ηλάτης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχνηλάτης Medium diacritics: ἰχνηλάτης Low diacritics: ιχνηλάτης Capitals: ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: ichnēlátēs Transliteration B: ichnēlatēs Transliteration C: ichnilatis Beta Code: i)xnhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A tracker, [ἀληθείας] Plu.2.762b:—poet. ἰχνελάτης AP6.183 (Zos.), APl.4.289.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der die Spur verfolgt, Aufspürer, vgl. ἰχνελάτης. Uebertr., δεινοῦ τῆς ἀληθείας ἰχνηλάτου δέονται Plut. amator. 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχνηλάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἰχνηλατῶν, ὁ κατ’ ἴχνη ἀναζητῶν, ἀληθείας Πλούτ. 2. 762Β· - ποιητ. ἰχνελάτης Ἀνθ. Π. 6. 183, Πλαν. 289.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui suit à la piste.
Étymologie: ἴχνος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

ὁ (Α ἰχνηλάτης και ποιητ. τ. ἰχνελάτης)
(κυριολ. και μτφ.) αυτός που προπορεύεται και παρακολουθεί τα ίχνη κάποιου, ιχνευτής, ανιχνευτής (α. «ἰχνηλάτης ἀληθείας», Πλούτ.
β. «ιχνηλάτης σκύλος» — ο κυνηγετικός σκύλος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ποδ-ηλάτης, χρυσ-ηλάτης].