ἰχθυϊκός: Difference between revisions
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰχθυϊκός''': -ή, -όν, = [[ἰχθυηρός]], τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - [[ὡσαύτως]] ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32. | |lstext='''ἰχθυϊκός''': -ή, -όν, = [[ἰχθυηρός]], τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - [[ὡσαύτως]] ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰχθυϊκός]], -ή, -όν) [[ιχθύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιχθυηρός]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ ἰχθυϊκή</i> και <i>τὰ ἰχθυϊκά</i><br />[[φόρος]] εισαγωγής ψαριών. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,=
A ἰχθυηρός, πύλη LXX 2 Ch.33.14; ζῴδια Ptol.Tetr.152:—Subst., ἰχθῠ-ϊκή, ἡ, fishery toll, Inscr.Magn.116.42, OGI496.9 (Ephesus): ἰχθυϊκά, τά, Ostr.343 (iii B.C.):—also ἰχθύ-ϊνος, η, ον, Ael.NA17.32.
German (Pape)
[Seite 1275] = ἰχθυηρός, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυϊκός: -ή, -όν, = ἰχθυηρός, τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - ὡσαύτως ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰχθυϊκός, -ή, -όν) ιχθύς
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια
αρχ.
1. ιχθυηρός
2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά
φόρος εισαγωγής ψαριών.