ἰχθυϊκός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of moneymoney it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes

Sophocles, Antigone, 295-297
(6_10)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυϊκός''': -ή, -όν, = [[ἰχθυηρός]], τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - [[ὡσαύτως]] ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32.
|lstext='''ἰχθυϊκός''': -ή, -όν, = [[ἰχθυηρός]], τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - [[ὡσαύτως]] ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰχθυϊκός]], -ή, -όν) [[ιχθύς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ιχθυηρός]]<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) <i>ἡ ἰχθυϊκή</i> και <i>τὰ ἰχθυϊκά</i><br />[[φόρος]] εισαγωγής ψαριών.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠϊκός Medium diacritics: ἰχθυϊκός Low diacritics: ιχθυϊκός Capitals: ΙΧΘΥΪΚΟΣ
Transliteration A: ichthyïkós Transliteration B: ichthuikos Transliteration C: ichthyikos Beta Code: i)xqui+ko/s

English (LSJ)

ή, όν,=

   A ἰχθυηρός, πύλη LXX 2 Ch.33.14; ζῴδια Ptol.Tetr.152:—Subst., ἰχθῠ-ϊκή, ἡ, fishery toll, Inscr.Magn.116.42, OGI496.9 (Ephesus): ἰχθυϊκά, τά, Ostr.343 (iii B.C.):—also ἰχθύ-ϊνος, η, ον, Ael.NA17.32.

German (Pape)

[Seite 1275] = ἰχθυηρός, LXX. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυϊκός: -ή, -όν, = ἰχθυηρός, τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - ὡσαύτως ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἰχθυϊκός, -ή, -όν) ιχθύς
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια
αρχ.
1. ιχθυηρός
2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά
φόρος εισαγωγής ψαριών.