καλοκἀγαθός: Difference between revisions

From LSJ

ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />beau et bon, noble et bon.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κἀγαθός]].
|btext=ή, όν :<br />beau et bon, noble et bon.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κἀγαθός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλοκἄγαθος]], Μ [[καλοκάγαθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γεμάτος]] [[καλοσύνη]] και [[αγαθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους δόκιμους συγγραφείς [[πάντοτε]] [[χωριστά]] [[καλός]] καγαθός</i>, μόνο στον <b>[[Πολυδ]].</b> ενωμένα σε μία [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>2.</b> [[τέλειος]] [[άνθρωπος]], με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό [[κάλλος]] με την [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> (αργότερα τα δύο [[χωριστά]] επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα <b>κ.λπ.</b>) [[τέλειος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγάθως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>καλὸς κἀγαθός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καὶ [[ἀγαθός]]) (<b>βλ.</b> και [[καλός]])].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1312] d. i. καλὸς καὶ ἀγαθός, u. so bei den guten Schriftstellern zu schreiben, vgl. Lob. zu Phryn. 603, der, wenn die zusammengesetzte Form vorkommt, καλοκἄγαθος zu betonen räth, wie auch Bekker Poll. 4, 11 schreibt; schön u. gut, der Mann, wie er sein soll, gewandt und tüchtig, redlich u. zuverlässig, ein Ehrenmann, bieder u. brav, s. καλός. Die καλοὶ καὶ ἀγαθοί sind bes. in Athen die optimates, Männer von guter Herkunft, Erziehung u. Lebensart, die Gebildeten, im Ggstz der rohen Volksmasse.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
beau et bon, noble et bon.
Étymologie: καλός, κἀγαθός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλοκἄγαθος, Μ καλοκάγαθος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
γεμάτος καλοσύνη και αγαθότητα
αρχ.
(στους δόκιμους συγγραφείς πάντοτε χωριστά καλός καγαθός, μόνο στον Πολυδ. ενωμένα σε μία λέξη)
1. ευπατρίδης, επιφανής άνδρας
2. τέλειος άνθρωπος, με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό κάλλος με την ηθική τελειότητα
3. (αργότερα τα δύο χωριστά επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα κ.λπ.) τέλειος.
επίρρ...
καλοκἀγάθως (Α)
πάπ. με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. καλὸς κἀγαθός (< καὶ ἀγαθός) (βλ. και καλός)].