καλπάζω: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=aller au trot.<br />'''Étymologie:''' [[κάλπη]]. | |btext=aller au trot.<br />'''Étymologie:''' [[κάλπη]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Μ [[καλπάζω]]) [[κάλπη]] (II)]<br />(για [[άλογο]]) [[τρέχω]] με καλπασμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ιππέα) [[ιππεύω]] [[άλογο]] που καλπάζει<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προχωρώ]] αλματωδώς, εξελίσσομαι [[γρήγορα]] («ο [[πληθωρισμός]] καλπάζει»)<br /><b>3.</b> (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η [[καλπάζουσα]] (ενν. [[φυματίωση]])<br />[[οξεία]] [[μορφή]] πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται [[γρήγορα]] [[προς]] τον θάνατο)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[καλπάζουσα]] [[φαντασία]]» — [[μεγάλη]] [[φαντασία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
(κάλπη A)
A trot, of a horse, A.Fr.145 A, Aq.Je.8.6, Suid.
German (Pape)
[Seite 1314] traben, vom Pferde, VLL. Vgl. παρακαλπάζω.
Greek (Liddell-Scott)
καλπάζω: (κάλπη) ἐπὶ ἵππου, τρέχω σκιρτῶν, τρέχω πηδητικῶς, Ἱππιατρ. σ. 120, 128· ― κατὰ Σουΐδ.: «καλπάζειν, τὸ ἁβρῶς βαδίζειν»· Ἀκύλ. Παλ. Διαθ., ἴδε Field Ἑξαπλ. (Ἰερ. Η΄, 6)· ― καλπασμός, οῦ, ὁ, τὸ τρέχειν πηδητικῶς, ὁ ἐν ἀναβολῇ καλπασμὸς Φιλούμενος παρ’ Ὀρειβάσ. σ. 66 Mai.
French (Bailly abrégé)
aller au trot.
Étymologie: κάλπη.
Greek Monolingual
(Μ καλπάζω) κάλπη (II)]
(για άλογο) τρέχω με καλπασμό
νεοελλ.
1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει
2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει»)
3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση)
οξεία μορφή πνευμονικής φυματιώσεως, που εξελίσσεται γρήγορα προς τον θάνατο)
4. φρ. «καλπάζουσα φαντασία» — μεγάλη φαντασία.