κάμμορος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(Autenrieth)
(19)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(κατάμορος): ‘given [[over]] to [[fate]],’ [[hence]], [[ill]]-starred, [[hapless]].
|auten=(κατάμορος): ‘given [[over]] to [[fate]],’ [[hence]], [[ill]]-starred, [[hapless]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάμμορος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κακή [[μοίρα]], [[κακόμοιρος]] («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αιολ. τ. <span style="color: red;"><</span> <i>κάτ</i>-<i>μορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κατά]]-<i>μορος</i>, που [[είναι]] «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. [[κατά]] [[μόρον]] «υποταγμένος στη [[μοίρα]]». Μαρτυρείται και η [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[κάσμορος]]<br />[[δύστηνος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κάτσμορος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάμμορος Medium diacritics: κάμμορος Low diacritics: κάμμορος Capitals: ΚΑΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: kámmoros Transliteration B: kammoros Transliteration C: kammoros Beta Code: ka/mmoros

English (LSJ)

ον, Ep. for κατάμορος,

   A subject to destiny, i.e. ill-fated (not in Il.), περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Od.11.216, cf. 2.351, 5.160, A.R. 4.1318. (Cf. κάσμορος, ἤμορος.)

German (Pape)

[Seite 1317] ep. = κακόμορος, oder κατάμορος (vgl. Arcad. 71, 28), unglücklich, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν, Od. 11, 216. 2, 351, öfter, immer von Menschen.

Greek (Liddell-Scott)

κάμμορος: -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, κακόμοιρος, περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
malheureux.
Étymologie: par sync. et assimil. p. *κατάμορος, de κατά, μόρος.

English (Autenrieth)

(κατάμορος): ‘given over to fate,’ hence, ill-starred, hapless.

Greek Monolingual

κάμμορος, -ον (Α)
αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < κάτ-μορος < κατά-μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η γλώσσα του Ησύχ. κάσμορος
δύστηνος (< κάτσμορος)].