κατασοφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
(T22)
(19)
Line 21: Line 21:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist participle κατασοφισάμενος; ([[σοφίζω]]); deponent [[middle]], in [[secular]] authors [[sometimes]] [[also]] [[passive]]; "to [[circumvent]] by [[artifice]] or [[fraud]], [[conquer]] by [[subtle]] devices; to [[outwit]], [[overreach]]; to [[deal]] [[craftily]] [[with]]": τινα, Diodorus, [[Philo]], Josephus, Lucian, others.)  
|txtha=1st aorist participle κατασοφισάμενος; ([[σοφίζω]]); deponent [[middle]], in [[secular]] authors [[sometimes]] [[also]] [[passive]]; "to [[circumvent]] by [[artifice]] or [[fraud]], [[conquer]] by [[subtle]] devices; to [[outwit]], [[overreach]]; to [[deal]] [[craftily]] [[with]]": τινα, Diodorus, [[Philo]], Josephus, Lucian, others.)  
}}
{{grml
|mltxt=[[κατασοφίζομαι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]]<br /><b>2.</b> [[ψεύδομαι]], [[νοθεύω]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> νικιέμαι με σοφίσματα<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κατασοφίζεσθαί τι [[περί]] τινων» — [[αποφεύγω]] με σοφίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σοφίζομαι]] «[[εξαπατώ]] με σοφίσματα»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασοφίζομαι Medium diacritics: κατασοφίζομαι Low diacritics: κατασοφίζομαι Capitals: ΚΑΤΑΣΟΦΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: katasophízomai Transliteration B: katasophizomai Transliteration C: katasofizomai Beta Code: katasofi/zomai

English (LSJ)

   A outwit by sophisms or fallacies, c. acc. pers., LXX Ex.1.10, Luc.DDeor.1.1, etc.; ταῖς εὑρησιλογίαις κ. τὴν δύναμιν τῆς πεπρωμένης D.S.17.116; τὸν νόμον διὰ τῆς ἑαυτοῦ κακουργίας κ. Just. Nov.72.5: c. gen., Ael.in Ar.Byz.Epit.58.6:—also as Pass., to be outwitted, Plu.2.80c, Alex.Aphr.in SE43.22, Luc.DDeor.16.2, Longin. 17.1.    2 κ. τι περί τινων evade by quibbling, CIG(add.)4224d10 (Anticragus).    3 falsify, J.AJ8.15.5.

Greek (Liddell-Scott)

κατασοφίζομαι: ἀποθ., καταβάλλω διὰ σοφισμάτων, ἐλέγχω σοφιστικῶς, ἀπατῶ, μετ’ αἰτ. προσ., κατασοφίζει με Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 1, Διόδ. 17. 116, Ἑβδ. κτλ.· «κατασοφισθεῖσα· χλευασθεῖσα. τεχνασθεῖσα» Ἡσύχ. καὶ «κατεσοφίσθη· ἐπλανήθη»· δεῦτε κατασοφισώμεθα αὐτοὺς Ἑβδ., ὅπερ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει «τεχνασώμεθα, μηχανῇ τινι κακώσωμεν·- ἀλλ’ ὡσαύτως ὡς παθ., νικῶμαι, καταβάλλομαι διὰ σοφισμάτων, κατασοφισθεὶς ὑπ’ ἀνθρώπου τόλμαν ἔχοντος Πλούτ. 2. 80C, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2· ὡς παῖς ἄφρων ὑπὸ τεχνήτου ῥήτορος κατασοφίζεται Λογγῖν. 7. 1. 2) κ. τι περί τινων, ἀποφεύγω διὰ σοφιστείας, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.), 4224d. 10.

French (Bailly abrégé)

1 Pass. être trompé par des sophismes;
2 Moy. tromper par des sophismes, tromper, acc..
Étymologie: κατά, σοφίζω.

English (Strong)

middle voice from κατά and σοφίζω; to be crafty against, i.e. circumvent: deal subtilly with.

English (Thayer)

1st aorist participle κατασοφισάμενος; (σοφίζω); deponent middle, in secular authors sometimes also passive; "to circumvent by artifice or fraud, conquer by subtle devices; to outwit, overreach; to deal craftily with": τινα, Diodorus, Philo, Josephus, Lucian, others.)

Greek Monolingual

κατασοφίζομαι (AM)
1. εξαπατώ
2. ψεύδομαι, νοθεύω
3. παθ. νικιέμαι με σοφίσματα
4. φρ. «κατασοφίζεσθαί τι περί τινων» — αποφεύγω με σοφίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + σοφίζομαι «εξαπατώ με σοφίσματα»].