καταλούομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=dépenser, gaspiller en frais de bains.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λούω]].
|btext=dépenser, gaspiller en frais de bains.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[λούω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταλούομαι]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την [[περιουσία]] μου, τή σκορπάς σαν το [[νερό]] στο [[λουτρό]] (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλούομαι Medium diacritics: καταλούομαι Low diacritics: καταλούομαι Capitals: ΚΑΤΑΛΟΥΟΜΑΙ
Transliteration A: kataloúomai Transliteration B: katalouomai Transliteration C: kataloyomai Beta Code: katalou/omai

English (LSJ)

Med.,

   A spend in bathing, καταλόει [prob. cj. for -λούει] μου τὸν βίον Ar.Nu.838.

Greek (Liddell-Scott)

καταλούομαι: μέσ., δαπανῶ εἰς λουτρόν, ὡς ὕδωρ χύνω τὰ χρήματα, καταλόει χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ καταλούει μου τὸν βίον Ἀριστοφ. Νεφ. 838.

French (Bailly abrégé)

dépenser, gaspiller en frais de bains.
Étymologie: κατά, λούω.

Greek Monolingual

καταλούομαι (Α)
φρ. «καταλόει μου τὸν βίον» — σπαταλάς την περιουσία μου, τή σκορπάς σαν το νερό στο λουτρό (Αριστοφ.).