κενεαγγίη: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_1) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κενεαγγίη''': (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. κατὰ τὸ πλεῖστον -είη), ἡ, Ἰων. ἀντὶ κενεαγγία, [[πεῖνα]], [[ἐξάντλησις]], ἐκ πολλῆς ἐδωδῆς ἐς κ. μεταβάλλει Ἱππ. Ὀξ. Νούσ. 392· σφοδροτάτας, κ. ποιεῖν 389· κ. γίνεσθαι 385·- ὁ Γαλην. ἐν τοῖς Ἀφ. τοῦ Ἱππ. «[[κενεαγγίη]], ἐπὶ τῆς ἀσιτίας ἢ ἐπὶ τῆς φλεβοτομίας, πᾶσα [[κένωσις]]». | |lstext='''κενεαγγίη''': (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. κατὰ τὸ πλεῖστον -είη), ἡ, Ἰων. ἀντὶ κενεαγγία, [[πεῖνα]], [[ἐξάντλησις]], ἐκ πολλῆς ἐδωδῆς ἐς κ. μεταβάλλει Ἱππ. Ὀξ. Νούσ. 392· σφοδροτάτας, κ. ποιεῖν 389· κ. γίνεσθαι 385·- ὁ Γαλην. ἐν τοῖς Ἀφ. τοῦ Ἱππ. «[[κενεαγγίη]], ἐπὶ τῆς ἀσιτίας ἢ ἐπὶ τῆς φλεβοτομίας, πᾶσα [[κένωσις]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κενεαγγίη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> κενεαγγία, [[λιμός]], [[πείνα]], [[εξάντληση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[κένωση]], [[άδειασμα]] με [[φλεβοτομία]] («φλεγμονῆς δὲ [[κενεαγγίη]] [[λύσις]]», Αρετ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιων. τ. του [[κεναγγία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
(in Mss. mostly -είη), ἡ, Ion. for κεναγγία,
A lowering or evacuant treatment, ibid., al., Aph.1.2, Coac.54; evacuation by bleeding, Aret.CD2.3.
Greek (Liddell-Scott)
κενεαγγίη: (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. κατὰ τὸ πλεῖστον -είη), ἡ, Ἰων. ἀντὶ κενεαγγία, πεῖνα, ἐξάντλησις, ἐκ πολλῆς ἐδωδῆς ἐς κ. μεταβάλλει Ἱππ. Ὀξ. Νούσ. 392· σφοδροτάτας, κ. ποιεῖν 389· κ. γίνεσθαι 385·- ὁ Γαλην. ἐν τοῖς Ἀφ. τοῦ Ἱππ. «κενεαγγίη, ἐπὶ τῆς ἀσιτίας ἢ ἐπὶ τῆς φλεβοτομίας, πᾶσα κένωσις».
Greek Monolingual
κενεαγγίη, ἡ (Α)
1. κενεαγγία, λιμός, πείνα, εξάντληση
2. ιατρ. κένωση, άδειασμα με φλεβοτομία («φλεγμονῆς δὲ κενεαγγίη λύσις», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του κεναγγία.