κεναγγία: Difference between revisions

From LSJ

Βίον πορίζου πάντοθεν πλὴν ἐκ κακῶν → Omni arte vitam quaere, dum ne ars sit mala → Ernähre dich auf jede Art, sofern sie gut

Menander, Monostichoi, 63
(6_9)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεναγγία''': ἡ, [[κενότης]] ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως [[πεῖνα]], Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, [[νηστεύω]], Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («[[Πλάτων]] δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον [[κενεαγγίη]].
|lstext='''κεναγγία''': ἡ, [[κενότης]] ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως [[πεῖνα]], Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, [[νηστεύω]], Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («[[Πλάτων]] δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον [[κενεαγγίη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεναγγία]] και [[κενεαγγίη]], ἡ (Α) [[κεναγγής]]<br /><b>1.</b> η [[κενότητα]], το [[άδειασμα]] τών αγγείων του σώματος, [[επομένως]], ο [[λιμός]], η [[πείνα]], η [[εξάντληση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεναγγίαν ἄγω» — [[νηστεύω]], <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεναγγία Medium diacritics: κεναγγία Low diacritics: κεναγγία Capitals: ΚΕΝΑΓΓΙΑ
Transliteration A: kenangía Transliteration B: kenangia Transliteration C: kenaggia Beta Code: kenaggi/a

English (LSJ)

Ion. κενεαγγίη (q.v.), ἡ,

   A emptiness of vessels; esp. hunger, Pl.Com.156; κ. ἄγειν to fast, Ar.Fr.608.

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.

Greek (Liddell-Scott)

κεναγγία: ἡ, κενότης ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως πεῖνα, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, νηστεύω, Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («Πλάτων δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» Πολυδ. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον κενεαγγίη.

Greek Monolingual

κεναγγία και κενεαγγίη, ἡ (Α) κεναγγής
1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων του σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση
2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» — νηστεύω, Αριστοφ.).