Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κίκι: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig

Menander, Monostichoi, 208
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=κίκεως (τό) :<br />ricin, <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien selon HDT.
|btext=κίκεως (τό) :<br />ricin, <i>arbrisseau</i>.<br />'''Étymologie:''' mot égyptien selon HDT.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[κίκι]] και κῑκι, -εως και -ιος)<br />το [[φυτό]] [[ρίκινος]]<br /><b>αρχ.</b><br />το καθαρτικό [[λάδι]] που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού [[αυτού]], το [[κικινέλαιο]], το [[ρετσινόλαδο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικέα]], [[κίκινος]], <i>κ</i>'<i>ικιον</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κικιουργός]], [[κικιοφόρος]]).
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίκι Medium diacritics: κίκι Low diacritics: κίκι Capitals: ΚΙΚΙ
Transliteration A: kíki Transliteration B: kiki Transliteration C: kiki Beta Code: ki/ki

English (LSJ)

τό (on the accent v. Hdn.Gr.1.354, 2.766; κῖκι codd. Str. et Orib.),

   A castor-oil, Hdt.2.94, Pl.Ti.60a, PHib.1.121.17, al. (iii B.C.), Ruf. ap. Orib.7.26.39, etc.; also, the castor-oil tree, Ricinus communis, Str.17.2.5, Dsc.4.161; gen. τοῦ κίκεως Gal.11.649, 12.26; κίκιος Hdn. Gr.2.767; also τῆς κικέας Aët.8.30, Paul.Aeg.7.20.

Greek (Liddell-Scott)

κίκι: τό, = κρότων ἢ σίλλι, Ἡρόδ. 2. 94· ὡσαύτωςκαρπὸς τοῦ κίκεως (ἐξ οὗ τὸ γνωστὸν καθαρτικὸν ἔλαιον), Πλάτ. Τίμ. 60Α, Στράβ. 824· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., γεν. τῆς κίκεως Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 297· τῆς κίκι Γαλ. Γλωσσ.

French (Bailly abrégé)

κίκεως (τό) :
ricin, arbrisseau.
Étymologie: mot égyptien selon HDT.

Greek Monolingual

το (Α κίκι και κῑκι, -εως και -ιος)
το φυτό ρίκινος
αρχ.
το καθαρτικό λάδι που εκθλίβεται από τον καρπό του φυτού αυτού, το κικινέλαιο, το ρετσινόλαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως.
ΠΑΡ. αρχ. κικέα, κίκινος, κ'ικιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. κικιουργός, κικιοφόρος).