κοινοπραγία: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />complot.<br />'''Étymologie:''' [[κοινοπραγέω]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />complot.<br />'''Étymologie:''' [[κοινοπραγέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[κοινοπραγία]]) [[κοινοπραγώ]]<br />[[σύμπραξη]], [[συνεργασία]], [[κοινοπραξία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συνωμοσία]] («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», <b>Πολ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A common enterprise, joint or concerted action, Plb.5.95.2, D.S.11.1, 15.8, Plu.Per.17.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliches Unternehmen; Verschwörung, Pol. 5, 95, 2 u. öfter; Plut. Pericl. 17.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπρᾱγία: ἡ, σύμπραξις, συνωμοσία, Πολύβ. 5. 95, 2, Πλουτ. Περικλ. 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
complot.
Étymologie: κοινοπραγέω.
Greek Monolingual
η (Α κοινοπραγία) κοινοπραγώ
σύμπραξη, συνεργασία, κοινοπραξία
αρχ.
συνωμοσία («ὑποδεικνύναι τὴν Αἰτωλῶν καὶ Κλεομένους κοινοπραγίαν τί δύναται καὶ ποῖ τείνει», Πολ.).