Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κόννος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />barbe au menton.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue.
|btext=ου (ὁ) :<br />barbe au menton.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόννος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] μικρού κοσμήματος<br /><b>2.</b> [[γένι]] («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> (στους Λάκωνες) [[σκόλλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-<i>νν</i>-)].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόννος Medium diacritics: κόννος Low diacritics: κόννος Capitals: ΚΟΝΝΟΣ
Transliteration A: kónnos Transliteration B: konnos Transliteration C: konnos Beta Code: ko/nnos

English (LSJ)

ὁ, kind of

   A trinket, Suid., citing Plb.10.18.6 (where κόνος).    2 beard, Luc.Lex.5.    3 = σκόλλυς (Lacon.), Hsch. s.v. ἱέρωμα; and κοννοφόρος, ον, = σκολλυφόρος, Id.

German (Pape)

[Seite 1482] ὁ, 1) eine Art Ohrenschmuck von zapfenförmiger Gestalt, Pol. 10, 18. 6, wo κόνος gelesen wird. – 2) der Bart am Kinn, Luc. Lexiph. 5; Hesych. – Es hängt wohl mit κῶνος zusammen.

Greek (Liddell-Scott)

κόννος: ὁ, εἶδος μικροῦ κοσμήματος, Πολύβ. 10. 18, 6 (κ. ἀλλ. κόνος). 2) ἡ γενειάς, Λουκ. Λεξιφ. 5. 3) = σκόλλυς, Ἡσύχ.· καὶ κοννο-φόρος, ον, = σκολλυφόρος, ὁ αὐτ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
barbe au menton.
Étymologie: DELG origine inconnue.

Greek Monolingual

κόννος, ὁ (Α)
1. είδος μικρού κοσμήματος
2. γένι («τὸν κόννον καὶ τὴν κορυφαίαν ἀποκεκομηκώς», Λουκιαν.)
3. (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) σκόλλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-νν-)].