κόπρωσις: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_8)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόπρωσις''': -εως, ἡ, [[κόπρισις]], [[λιπασμός]], Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 1.
|lstext='''κόπρωσις''': -εως, ἡ, [[κόπρισις]], [[λιπασμός]], Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόπρωσις]], ἡ (Α) [[κοπρώ]]<br />η [[λίπανση]] της γης, το [[κόπρισμα]].
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόπρωσις Medium diacritics: κόπρωσις Low diacritics: κόπρωσις Capitals: ΚΟΠΡΩΣΙΣ
Transliteration A: kóprōsis Transliteration B: koprōsis Transliteration C: koprosis Beta Code: ko/prwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dunging, manuring, Thphr.HP2.7.1.

German (Pape)

[Seite 1484] ἡ, das Düngen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

κόπρωσις: -εως, ἡ, κόπρισις, λιπασμός, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 1.

Greek Monolingual

κόπρωσις, ἡ (Α) κοπρώ
η λίπανση της γης, το κόπρισμα.