πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Full diacritics: κόπρωσις | Medium diacritics: κόπρωσις | Low diacritics: κόπρωσις | Capitals: ΚΟΠΡΩΣΙΣ |
Transliteration A: kóprōsis | Transliteration B: koprōsis | Transliteration C: koprosis | Beta Code: ko/prwsis |
-εως, ἡ, dunging, manuring, Thphr. HP 2.7.1.
[Seite 1484] ἡ, das Düngen, Theophr.
κόπρωσις: -εως, ἡ, κόπρισις, λιπασμός, Θεοφρ. π. Φ. Ἱστ. 2. 7, 1.
κόπρωσις, ἡ (Α) κοπρώ
η λίπανση της γης, το κόπρισμα.