κρόσσαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(Autenrieth)
(22)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=(cf. [[κόρση]], [[κάρη]]): πύργων, walls or breasting of the towers, [[between]] foundations and [[battlements]], Il. 12.258, 444.
|auten=(cf. [[κόρση]], [[κάρη]]): πύργων, walls or breasting of the towers, [[between]] foundations and [[battlements]], Il. 12.258, 444.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρόσσαι]], αἱ (Α)<br /><b>1.</b> οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ [[πυραμίς]], ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς [[μετεξέτεροι]] κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[κρόσσαι]] προέρχεται πιθ. από <i>κροκ</i>-<i>yα</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>krok</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>krek</i>- «[[προεξέχω]]» και «προεξέχον [[δοκάρι]]») και συνδέεται με λιθουαν. <i>krake</i> «[[ράβδος]]», <i>krẽklas</i> «πλάγιες δοκοί που στηρίζουν τη [[στέγη]]», ρωσ. <i>krόkwa</i>].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρόσσαι Medium diacritics: κρόσσαι Low diacritics: κρόσσαι Capitals: ΚΡΟΣΣΑΙ
Transliteration A: króssai Transliteration B: krossai Transliteration C: krossai Beta Code: kro/ssai

English (LSJ)

ῶν, αἱ, prob. =

   A stepped copings of parapets, κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις Il.12.258; κροσσάων ἐπέβαινον ib.444 (expld. by Aristarch. as scaling ladders).    2 courses, steps of the Pyramids, Hdt.2.125.

Greek (Liddell-Scott)

κρόσσαι: -ῶν, αἱ, ἑρμηνεύεται ἐν τοῖς Ἑνετ. Σχολ. καὶ παρ’ Ἡσύχ. ὡς σημαῖνον ἢ κλίμακας πρὸς ἀνάβασιν ἢ τὰς ἐπὶ τῶν τειχῶν ἐπάλξεις· ἡ πρώτη σημασία θὰ ἠδύνατο νὰ ἁρμόζῃ ἐν Ἰλ. Μ. 444 (κροσσάων ἐπέβαινον), ἀλλ’ ἡ δευτέρα εἶναι ἡ μόνη λογικῶς δυνατὴ ἐν Μ. 258 (κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις)· παρ’ Ἡροδ. 2. 125, ἡ λέξις σημαίνει τὰς σειρὰς τῶν λίθων ἢ τὰς βαθμίδας τῶν πυραμίδων ἀπὸ τῆς βάσεως μέχρι τῆς κορυφῆς· ὁ αὐτὸς ἑρμηνεύει τὸ κρόσσαι διὰ τῶν λέξεων βωμίδες, ἀναβαθμοί. Ἐκ παραβολῆς πρὸς τὸ κροσσοὶ (θύσανοι), καὶ πρόπροσσος, εἶναι φανερὸν ὅτι ἡ λέξ. κρόσσαι πρέπει νὰ σημαίνῃ πράγματα τοποθετημένα κατὰ κανονικὰ διαστήματα οἷα αἱ βαθμίδες· ἴσως δὲ ἐν σχέσει πρὸς τεῖχος ἐσήμαινεν ἀρχικῶς τὰς βαθμίδας, δι’ ὧν τὰ ὀχυρώματα ἐπεξετείνοντο ἐπὶ τῆς κλιτύος λόφου, ὡς δύναταί τις νὰ ἴδῃ τὸ τοιοῦτον εἰς ἀρχαίας ὠχυρωμένας πόλεις.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
pierres saillantes ou corbeaux formant comme un escalier le long d’une construction.
Étymologie: apparenté avec κόρση ; cf. κάρα.

English (Autenrieth)

(cf. κόρση, κάρη): πύργων, walls or breasting of the towers, between foundations and battlements, Il. 12.258, 444.

Greek Monolingual

κρόσσαι, αἱ (Α)
1. οι επάλξεις τών τειχών και τών πύργων («κρόσσας μὲν πύργων ἔρυον, καὶ ἔρειπον ἐπάλξεις», Ομ. Ιλ.)
2. βαθμίδες, σκαλοπάτια («ἐποιήθη δὲ ὧδε αὕτη ἡ πυραμίς, ἀναβαθμῶν τρόπον, τὰς μετεξέτεροι κρόσσας, οἱ δὲ βωμίδας ὀνομάζουσι», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρόσσαι προέρχεται πιθ. από κροκ- (< krok-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας krek- «προεξέχω» και «προεξέχον δοκάρι») και συνδέεται με λιθουαν. krake «ράβδος», krẽklas «πλάγιες δοκοί που στηρίζουν τη στέγη», ρωσ. krόkwa].