μονάζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(6_1)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονάζω''': ([[μόνος]]) εἶμαι [[μόνος]], εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ἀνθ. Π. 5. 66· ζῶ βίον μονήρη, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3· οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημῖται, Συλλ. Ἐπιγρ. 8607. 2) ἐπὶ λέξεων, ἀπαντῶ εἰς ἓν μόνον [[χωρίον]], Ἡρῳδιαν. π. μον, λέξ. 8. 20. 3) μεταβ., [[περιορίζω]], Εὐστ. 349. 35. ― Παθ., [[γίνομαι]] εἷς, ὁ αὐτ. 1321. 28. ΙΙ. ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, πολλαπλασιασθεῖσα ἐφ’ ἑαυτήν, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 85.
|lstext='''μονάζω''': ([[μόνος]]) εἶμαι [[μόνος]], εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ἀνθ. Π. 5. 66· ζῶ βίον μονήρη, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3· οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημῖται, Συλλ. Ἐπιγρ. 8607. 2) ἐπὶ λέξεων, ἀπαντῶ εἰς ἓν μόνον [[χωρίον]], Ἡρῳδιαν. π. μον, λέξ. 8. 20. 3) μεταβ., [[περιορίζω]], Εὐστ. 349. 35. ― Παθ., [[γίνομαι]] εἷς, ὁ αὐτ. 1321. 28. ΙΙ. ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, πολλαπλασιασθεῖσα ἐφ’ ἑαυτήν, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 85.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[μονάζω]]) [[μόνος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] ή [[απομένω]] [[μόνος]]<br /><b>2.</b> [[διάγω]] μοναστικό βίο, [[είμαι]] [[μοναχός]], [[ασκητεύω]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) <i>ὁ μονάζων</i>, <i>ἡ μονάζουσα</i><br />α) [[μοναχός]], [[καλόγηρος]]<br />β) [[μοναχή]], καλόγρια<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ζω μοναχικό βίο ή ζω στην [[ερημιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) α) [[απαντώ]], [[υπάρχω]] μια [[φορά]] σε ένα μόνο [[χωρίο]]<br />β) [[είμαι]] [[απλός]]<br />γ) έχω ειδική [[δύναμη]]<br />δ) προορίζομαι για να χρησιμοποιούμαι [[μόνος]]<br />2) [[εξατομικεύω]], [[περιορίζω]]<br /><b>3.</b> [[πολλαπλασιάζω]] με τη [[μονάδα]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>μονάζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[ένας]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονάζω Medium diacritics: μονάζω Low diacritics: μονάζω Capitals: ΜΟΝΑΖΩ
Transliteration A: monázō Transliteration B: monazō Transliteration C: monazo Beta Code: mona/zw

English (LSJ)

   A to be alone, AP5.65 (Rufin.); live in solitude, στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματι LXX Ps.101(102).7, cf. Iamb.VP3.14; μ. ἐν ταῖς ἐρημίαις ib.35.253.    2 Gramm., of words, to be a solitary instance, Hdn.Gr.2.913.    b have a special force, A.D.Synt.191.2.    c to be used alone, μ. ἐκτὸς συνδέσμου ib.265.19.    3 trans., individualize, Eust.349.35:—Pass., to be made one, τῇ συμφυΐᾳ Id.1321.28.    II ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα unity multiplied into itself, Iamb.in Nic.p.60 P.

German (Pape)

[Seite 201] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a.

Greek (Liddell-Scott)

μονάζω: (μόνος) εἶμαι μόνος, εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ἀνθ. Π. 5. 66· ζῶ βίον μονήρη, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3· οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημῖται, Συλλ. Ἐπιγρ. 8607. 2) ἐπὶ λέξεων, ἀπαντῶ εἰς ἓν μόνον χωρίον, Ἡρῳδιαν. π. μον, λέξ. 8. 20. 3) μεταβ., περιορίζω, Εὐστ. 349. 35. ― Παθ., γίνομαι εἷς, ὁ αὐτ. 1321. 28. ΙΙ. ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, πολλαπλασιασθεῖσα ἐφ’ ἑαυτήν, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 85.

Greek Monolingual

(ΑΜ μονάζω) μόνος
1. είμαι ή απομένω μόνος
2. διάγω μοναστικό βίο, είμαι μοναχός, ασκητεύω
μσν.
(η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ὁ μονάζων, ἡ μονάζουσα
α) μοναχός, καλόγηρος
β) μοναχή, καλόγρια
μσν.-αρχ.
ζω μοναχικό βίο ή ζω στην ερημιά
αρχ.
1. γραμμ. (για λέξεις) α) απαντώ, υπάρχω μια φορά σε ένα μόνο χωρίο
β) είμαι απλός
γ) έχω ειδική δύναμη
δ) προορίζομαι για να χρησιμοποιούμαι μόνος
2) εξατομικεύω, περιορίζω
3. πολλαπλασιάζω με τη μονάδα
4. (το παθ.) μονάζομαι
γίνομαι ένας.